Οι επιταχυνόμενες αναταραχές στο διεθνές φορολογικό περιβάλλον που προκάλεσαν οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις σε όλο τον κόσμο, καθώς και πρωτοβουλίες όπως η προσπάθεια του ΟΟΣΑ για ψηφιοποίηση, έχουν οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου φορολογική αβεβαιότητα.
Αυτό προκύπτει από την τελευταία έρευνα της ΕΥ, Transfer Pricing and International Tax Survey 2019, η οποία καταγράφει τις απόψεις περισσότερων από 700 ανώτερων στελεχών, υπεύθυνων για θέματα φορολογίας και ενδοομιλικών συναλλαγών, στην Αμερικανική ήπειρο, την Ευρώπη και την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.
Η έρευνα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα τάσεων και θεμάτων σε τρεις βασικούς τομείς: τις ενδοομιλικές συναλλαγές, τις διαφορές με τις φορολογικές αρχές και την παγκόσμια φορολογική μεταρρύθμιση.
Όπως προκύπτει από την έρευνα, σχεδόν οκτώ στα δέκα στελέχη (79%) περιγράφουν το σημερινό διεθνές φορολογικό περιβάλλον ως "αβέβαιο", με το 42% να το χαρακτηρίζουν ως "πάρα πολύ" ή "εξαιρετικά" αβέβαιο.
Ενδοομιλικές συναλλαγές: έμφαση στους κινδύνους
Το 64% των ερωτηθέντων αναφέρουν την αποφυγή και τον περιορισμό των κινδύνων ως τους πρωταρχικούς άξονες για τον καθορισμό των προτεραιοτήτων τους ως προς τις ενδοομιλικές συναλλαγές. Σύμφωνα με τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα, οι τρεις βασικοί λόγοι που ενισχύουν την ανησυχία τους ως προς τον φορολογικό κίνδυνο, είναι:
1) η αυξημένη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών,
2) η δημοσιοποίηση πληροφοριών και ο κίνδυνος για τη φήμη των επιχειρήσεων, και
3) η σχετική έλλειψη κεντρικού και συστηματικού ελέγχου ως προς την ανταπόκριση των εταιρειών τους στα αιτήματα των φορολογικών αρχών.
Ανησυχίες για τις διαφορές με τις φορολογικές αρχές
Σύμφωνα με την έρευνα, το 82% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι αντιμετώπισαν προκλήσεις όσον αφορά τις ενδοομιλικές συναλλαγές τα τελευταία τρία χρόνια, με το 40% αυτών να αναφέρει ότι οι αναμορφώσεις που προέκυψαν είχαν ως αποτέλεσμα τη διπλή φορολόγηση.
Οι διαφορές με τις φορολογικές αρχές αφορούσαν κυρίως τρία πεδία: την ενδοομιλική τιμολόγηση αγαθών (64%), τις ενδοομιλικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (41%) και τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) ή τον φόρο αγαθών και υπηρεσιών (GST) (34%).
Οι συμμετέχοντες εκτιμούν ότι τα πεδία αυτά δεν πρόκειται να μεταβληθούν στο μέλλον, ωστόσο αναφέρουν δύο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις όπου αναμένουν σημαντική αύξηση του ελέγχου από τις φορολογικές αρχές: τις διαφορές για θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας (49%) και για θέματα που αφορούν ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (Private Equity – PE) (39%).
Η παγκόσμια φορολογική μεταρρύθμιση έχει άμεσο αντίκτυπο στις πολιτικές ενδοομιλικών συναλλαγών
Η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (59%) δηλώνει ότι οι κύριες επιπτώσεις της παγκόσμιας φορολογικής μεταρρύθμισης θα είναι περισσότερο αισθητές στους βασικούς κανόνες ενδοομιλικών συναλλαγών. Η δεύτερη και η τρίτη βασική κατηγορία επιπτώσεων συνδέονται με τη μόνιμη εγκατάσταση (13%) και τους κανόνες περί υποκεφαλαιοδότησης (thin capitalization rules) (11%).
Συνολικά, η φορολογική μεταρρύθμιση προκαλεί βαθιές αλλαγές που δεν αφορούν μόνο τους φορολογικούς συντελεστές, αλλά επηρεάζουν θεμελιωδώς τους ορισμούς του τι μπορεί να φορολογηθεί σε διαφορετικές δικαιοδοσίες.
Όταν ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να κατατάξουν κατά σειρά σπουδαιότητας τους τομείς δραστηριότητας της φορολογικής στρατηγικής που επηρεάζονται περισσότερο από την παγκόσμια φορολογική μεταρρύθμιση, οι περισσότεροι (41%) ανέφεραν την εφοδιαστική αλυσίδα, στη συνέχεια τη χρηματοπιστωτική διαχείριση (treasury operations) (29%) και τη στρατηγική πνευματικής ιδιοκτησίας (επίσης 29%).
Ο κος Στέφανος Μήτσιος, επικεφαλής του Φορολογικού Τμήματος της ΕΥ Ελλάδος, σχολιάζει:
«Τα τελευταία χρόνια, κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί σε όλον τον κόσμο, στρέφουν την προσοχή τους στο θέμα των ενδοομιλικών συναλλαγών, έχοντας στη διάθεσή τους περισσότερα στοιχεία, ενώ συγχρόνως απαιτούν μεγαλύτερο αριθμό σχετικών πληροφοριών από τις επιχειρήσεις, επιβάλλοντας αυστηρότερους ελέγχους. Αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερο αριθμό διενέξεων με τις φορολογικές αρχές.
Οι επιχειρήσεις, και στην Ελλάδα, θα πρέπει να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους σε αυτά τα νέα δεδομένα και να αξιοποιήσουν σύγχρονα και αξιόπιστα ψηφιακά συστήματα».