Η δημοσίευση των στοιχείων, πρώτον του δείκτη όγκου στο λιανικό εμπόριο τον Απρίλιο 2020 και δεύτερον των δεικτών οικονομικού κλίματος και PMI μεταποίησης τον Ιούνιο 2020, προοιωνίζονται την επιτάχυνση της μείωσης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) στο β΄ τρίμηνο 2020 και την πιθανή αναστροφή – σε τριμηνιαία βάση – της προαναφερθείσας πτωτικής πορείας από το 3ο τρίμηνο και έπειτα.
Λόγω της φύσης της διαταραχής από την πανδημία του κορονοϊού COVID-19, ο βαθμός αβεβαιότητας των προβλέψεων είναι πολύ υψηλός.
Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου σημείωσε ραγδαία επιδείνωση τον Απρίλιο 2020. Συρρικνώθηκε σε μηνιαία βάση κατά -25,5% (-24,6% σε ετήσια βάση) από -0,3% τον Μάρτιο 2020. Η εν λόγω πτώση – η υψηλότερη ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-28 – ήταν αναμενόμενη δοθέντος ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του Απριλίου 2020 εφαρμόστηκαν αυστηρά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης με αποτέλεσμα τη δημιουργία τεχνητών περιορισμών για την πραγματοποίηση αγορών.
Ένας επιπρόσθετος ερμηνευτικός παράγοντας δύναται να θεωρηθεί η πιθανή αύξηση της αποταμίευσης για σκοπούς προφύλαξης από μια ενδεχόμενη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών στο μέλλον.
Σε όρους εθνικών λογαριασμών, η προαναφερθείσα συρρίκνωση του δείκτη όγκου λιανικού εμπορίου αναμένεται να αποτυπωθεί κυρίως στη μεταβλητή της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ο ρυθμός μεταβολής της τελευταίας κινείται ήδη σε αρνητικό έδαφος από το 1ο τρίμηνο 2020 (-0,9% QoQ, -0,7% YoY).
Πώς κινήθηκε ο τζίρος στις επί μέρους κατηγορίες καταστημάτων τον Απρίλιο 2020; Η ποσοστιαία μείωση του όγκου των πωλήσεων δεν ήταν ομοιόμορφη.
Έντονα αρνητικά ξεχώρισαν η ένδυση και υπόδηση (-50,0% MoM), τα έπιπλα, ηλεκτρικά είδη και οικιακός εξοπλισμός (-44,4% ΜοΜ) και τα βιβλία, χαρτικά και λοιπά είδη (-43,7% MoM, με την εν λόγω κατηγορία να περιλαμβάνει και αγαθά όπως αθλητικός εξοπλισμός, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.α.).
Ειδικά στην ένδυση και υπόδηση ο όγκος των πωλήσεων συρρικνώθηκε ραγδαία για 2ο μήνα στη σειρά με αποτέλεσμα την πρωτοφανή πτώση του τζίρου κατά -73,2% σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο 2020.
Τέλος, ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου μειώθηκε στα πολυκαταστήματα (-34,8% MoM), στα καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων (-27,1% MoM), στα τρόφιμα, ποτά και καπνό (-20,8% MoM), στα φαρμακευτικά και καλλυντικά (-17,9% MoM) και στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (-16,5% MoM από αύξηση 18,0% MoM τον Μάρτιο 2020).
Η μεγάλη μείωση που καταγράφηκε τον Απρίλιο 2020, πρώτον στον όγκο των πωλήσεων του λιανικού εμπορίου, δεύτερον στην παραγωγή του μεταποιητικού τομέα και τρίτον στις εξαγωγές και τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (πλην καυσίμων και πλοίων) σηματοδοτούν την επιτάχυνση της πτώσης του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το β΄ τρίμηνο 2020. Αυτό το ποιοτικό χαρακτηριστικό δεν αφορά μόνο την Ελληνική οικονομία αλλά το σύνολο των χωρών της ΕΕ-28.
Ωστόσο, λόγω της πολύ χαμηλής βάσης που αναμένεται να δημιουργήσει η υψηλή τριμηνιαία πτώση του πραγματικού ΑΕΠ το 2ο τρίμηνο 2020, για το 3ο τρίμηνο 2020 προβλέπεται ενίσχυση σε τριμηνιαία βάση. Όπως ένα ποσοστό της ύφεσης του 2ου τρίμηνου ήταν αμιγώς μηχανικό – ειδικά για την περίοδο Απριλίου 2020 ως τις αρχές Μαΐου 2020 – το ίδιο θα ισχύσει και για ένα ποσοστό της προβλεπόμενης ανάκαμψης του 3ου τριμήνου 2020 (κάνοντας την υπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κάποια απότομη αρνητική εξέλιξη στο υγειονομικό πεδίο).
Η δυναμική της τελευταίας θα εξαρτηθεί σε έναν βαθμό από την πορεία των τουριστικών εισπράξεων και από την επίδραση των δημοσιονομικών μέτρων στην εγχώρια ζήτηση και προσφορά.
Τα αποτελέσματα των ερευνών για τους δείκτες οικονομικού κλίματος και PMI μεταποίησης για τον μήνα Ιούνιο 2020 δύναται να θεωρηθούν συμβατά με το σενάριο επιβράδυνσης του ρυθμού πτώσης του πραγματικού ΑΕΠ στο τέλος του 2ου τριμήνου 2020 και της αναστροφής της πορείας το 3ο τρίμηνο 2020.
Συγκεκριμένα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα έπειτα από δύο ισχυρές μηνιαίες πτώσεις της τάξης των -10,1 και -10,8 μονάδων τον Απρίλιο και τον Μάιο 2020 αντίστοιχα, μειώθηκε ελαφρά κατά -0,9 μονάδες τον Ιούνιο 2020. Διαμορφώθηκε στις 87,6 μονάδες, υψηλότερα κατά 11,9 μονάδες σε σχέση με την Ευρωζώνη.
Στους επί μέρους δείκτες εμπιστοσύνης, βελτίωση από τα πολύ χαμηλά επίπεδα του Μαΐου 2020 σημειώθηκε στο λιανικό εμπόριο, στους καταναλωτές και τις κατασκευές, ενώ στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες η επιδείνωση συνεχίστηκε, ωστόσο με μεγάλη επιβράδυνση σε σχέση με τον Μάιο 2020.
Τέλος, ο δείκτης PMI μεταποίησης κινήθηκε ανοδικά για 2ο μήνα στη σειρά (49,4 μονάδες από 41,1 και 29,5 μονάδες τον Μάιο και τον Απρίλιο 2020 αντίστοιχα), προσεγγίζοντας το φράγμα άνθησης-συρρίκνωσης των 50 μονάδων. Το εν λόγω αποτέλεσμα είναι ενθαρρυντικό για την πορεία της παραγωγής στον μεταποιητικό τομέα το 3ο τρίμηνο 2020.
Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ), για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου 2020, τα καθαρά έσοδα παρουσίασαν υστέρηση έναντι του στόχου (που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020) κατά €2.712 εκατ. σε τροποποιημένη ταμειακή βάση.
Από την πλευρά των δαπανών καταγράφηκε αύξηση έναντι του στόχου κατά €2.271 εκατ. Ως εκ τούτου, το πρωτογενές αποτέλεσμα και το ισοζύγιο ΚΠ ήταν χαμηλότερα σε σχέση με τον στόχο κατά €4.887 και €4.982 εκατ. αντίστοιχα.
Αναλυτικότερα, για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου 2020, τα καθαρά έσοδα ΚΠ διαμορφώθηκαν σε €16.029 εκατ., παρουσιάζοντας απόκλιση από το στόχο των €18.740 εκατ., ήτοι κατά €2.712 εκατ. (ή κατά 14,5%), η οποία κατά κύριο λόγο οφείλεται στην επίπτωση από τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας COVID-19 και συγκεκριμένα τη λήψη μέτρων φορολογικής ανακούφισης όπως η αναστολή καταβολής του Φ.Π.Α. και των βεβαιωμένων οφειλών στις επιχειρήσεις που επλήγησαν από τον κορονοϊό, καθώς και η παροχή κινήτρου έκπτωσης 25% εφόσον κατέβαλαν εμπρόθεσμα τις οφειλές τους (ΦΠΑ και βεβαιωμένοι φόροι).
Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα από φόρους διαμορφώθηκαν στα €15.471 εκατ., μειωμένα σε σχέση με τον στόχο κατά €2.225 εκατ. (μείωση -12.6%). Ειδικότερα για τον μήνα Μάιο 2020, τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε €2.200 εκατ., μειωμένα κατά €1.212 εκατ. (ή κατά -35,5%) έναντι του μηνιαίου στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020.
Θετική απόκλιση σε σχέση με τον στόχο παρουσίασαν τα έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) κατά €117 εκατ. (ή +10%), όπως και οι επιστροφές φόρων κατά €209 εκατ. (ή +13,4%, λογαριασμός ο οποίος ωστόσο, εισέρχεται αφαιρετικά στον προσδιορισμό των καθαρών εσόδων).
Από την πλευρά των δαπανών, καταγράφηκε υπέρβαση έναντι του στόχου της τάξης των €2.271 εκατ. (τροποποιημένη ταμειακή βάση, €23.523 εκατ. σε σύγκριση με τον στόχο των €21.252 εκατ.).
Η διαφορά αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο: α) στη δαπάνη αποζημίωσης ειδικού σκοπού (μισθωτών και επιστημόνων) λόγω της πανδημίας του COVID-19, ύψους περίπου €747 εκατ., β) στις αυξημένες δαπάνες του ΠΔΕ κατά 1.760 εκατ., κυρίως λόγω των δαπανών για αποζημίωση ειδικού σκοπού επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων και για επιδότηση τόκων δανείων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων λόγω της πανδημίας του COVID-19, και γ) στις αυξημένες πληρωμές για τόκους κατά €97 εκατ.
Βάσει των παραπάνω στοιχείων, το πρωτογενές αποτέλεσμα για την περίοδο Ιανουαρίου – Μαΐου 2020 διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους €4.843 εκατ., έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα €43 εκατ. (ήτοι χαμηλότερο κατά €4.887 εκατ.) και πρωτογενούς πλεονάσματος €916 εκατ. σε σχέση με το αντίστοιχο αποτέλεσμα για την ίδια περίοδο του 2019.
Το ισοζύγιο ΚΠ παρουσίασε έλλειμμα ύψους €7.494 εκατ. έναντι στόχου για έλλειμμα €2.512 εκατ. (ήτοι υψηλότερο έλλειμμα κατά €4.982 εκατ.) και έναντι ελλείμματος €1.760 εκατ. για το αντίστοιχο διάστημα του 2019.
Τέλος, υπενθυμίζεται ότι βάσει του Πρόγραμμα Σταθερότητας 2020 που κατατέθηκε τον Μάιο 2020 στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το οποίο περιλαμβάνει τις έκτακτες μη επαναλαμβανόμενες δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας (ύψους περίπου 6,5% του ΑΕΠ το 2020), εκτιμάται για το 2020 (βάσει του βασικού σεναρίου) πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ύψους 1,9% του ΑΕΠ, ενώ σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Μάιος 2020), εκτιμάται μεγαλύτερο πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 3,4% του ΑΕΠ για το 2020.