Οι διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση του κύκλου του Brexit, δηλαδή για τη μορφή που θα έχουν οι εμπορικές σχέσεις Ηνωμένου Βασιλείου – Ευρωπαϊκής Ένωσης από την 1η Ιανουαρίου 2021, συνεχίζονται τη Δευτέρα, καθώς Λονδίνο και Βρυξέλλες δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία το σαββατοκύριακο.
Ο επικεφαλής διαπραγματευτής της ΕΕ για το Brexit Μισέλ Μπαρνιέ και ο Βρετανός ομόλογός του, Ντέιβιντ Φροστ, συναντήθηκαν την Κυριακή στις Βρυξέλλες, ωστόσο βασικά ζητήματα που χωρίζουν τις δύο πλευρές παρέμειναν άλυτα.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε δηλώσει ότι, για να μπορέσει να εγκρίνει την οποιαδήποτε συμφωνία επιτευχθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου, οι όροι της θα έπρεπε να είχαν συμφωνηθεί μέχρι χθες Κυριακή.
Στις 31 Δεκεμβρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας αποχωρεί από τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, την κοινή αγορά και την τελωνειακή ένωση της ΕΕ, ενώ ήδη από τον Ιανουάριο του 2020 έχει εγκαταλείψει την Ένωση.
Βρετανική κυβερνητική πηγή τόνισε στο δίκτυο BBC ότι δεν πρόκειται να υπάρξει συμφωνία εάν δεν υπάρξει "ουσιαστική στροφή" στη στάση των Βρυξελλών.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, πιθανότατα η τελική απόφαση για το εάν μπορεί να υπάρξει συμφωνία ή όχι θα ληφθεί πριν από τα Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου).
Μιλώντας στο Λονδίνο, ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος, αξιωματικής αντιπολίτευσης στο Η.Β., Σερ Κιρ Στάρμερ, τόνισε ότι οι αυτοσχεδιασμοί και από τις δύο πλευρές πρέπει να λάβουν τέλος και να υπάρξει συμφωνία εντός της εβδομάδος, κάτι που θα ήταν προς όφελος του εθνικού συμφέροντος της Βρετανίας.
«Πρόκειται για τις ζωές, τις δουλειές, τις επιχειρήσεις των ανθρώπων", είπε. "Χρειάζονται και αναμένουν μια συμφωνία και αυτό είναι που πρέπει να συμβεί», πρόσθεσε.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνεδριάζει σήμερα εκτάκτως για να εκτιμήσει την κατάσταση.
Μία λύση η οποία εξετάζεται είναι, σε περίπτωση που υπάρξει συμφωνία, αυτή να εγκριθεί επί της αρχής μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου, ενώ η πλήρης κύρωσή της από το Ευρωκοινοβούλιο να ακολουθήσει στις αρχές του 2021.
Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσαν να ληφθούν μεταβατικά μέτρα για να περιοριστεί η διατάραξη της ροής εμπορευμάτων και αγαθών μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ, μέχρι να τεθούν σε εφαρμογή οι νέοι κανόνες.
Ο Μπαρνιέ ανέφερε ότι οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε κομβικό σημείο, προσθέτοντας ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να είναι "ισορροπημένη και επωφελής για αμφότερα τα μέρη".
«Σεβόμαστε την εθνική κυριαρχία του Η.Β. και αναμένουμε ανάλογο σεβασμό. Τόσο η ΕΕ όσο και η Βρετανία πρέπει να έχουν το δικαίωμα να διατηρούν το δικό τους νομικό πλαίσιο και να ελέγχουν τα ύδατά τους. Και πρέπει αμφότεροι να έχουμε το δικαίωμα να δράσουμε εάν τα συμφέροντά μας τεθούν σε αμφισβήτηση», έγραψε ο Ευρωπαίος αξιωματούχος στο Twitter την Κυριακή.
Βρετανικές πηγές ανέφεραν πάντως ότι οι πιθανότητες εξόδου του Η.Β. από την κοινή αγορά χωρίς εμπορική συμφωνία με την ΕΕ έχουν αυξηθεί πια κατά πολύ.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι από την 1η Ιανουαρίου οι δύο πλευρές θα εξάγουν και θα εισάγουν η μία από την άλλη με όρους Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Δασμοί θα μπορούν να επιβληθούν σε προϊόντα που αγοράζονται και πωλούνται, επηρεάζοντας τις τιμές τους.
Έτερη βρετανική κυβερνητική πηγή ανέφερε ότι η ΕΕ "παλεύει να κερδίσει την ευελιξία κρατών – μελών προκειμένου να κάνει δυνατή την επίτευξη συμφωνίας".
Τόσο η ηγέτιδα του κεντροαριστερού, εθνικιστικού Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος (και τοπική πρωθυπουργός της Σκωτίας) Νίκολα Στέρτζον, όσο και ο ηγέτης των κεντρώων Φιλελεύθερων Δημοκρατών, Σερ Εντ Ντάβεϊ, καλούν την κυβέρνηση των Συντηρητικών υπό τον Μπόρις Τζόνσον να ζητήσει παράταση της μεταβατικής περιόδου πριν την έξοδο της Βρετανίας από την κοινή αγορά, προκειμένου οι διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες να συνεχιστούν.
Για "μικρή παράταση" έκανε λόγο και ο βουλευτής του κυβερνώντος Συντηρητικού Ενωτικού Κόμματος, Σάιμον Χόαρ.
Το βασικό ζήτημα στο οποίο έχουν "κολλήσει" οι διαπραγματεύσεις είναι η πρόσβαση αλιευτικών των χωρών – μελών της ΕΕ στα ύδατα της βρετανικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), ζήτημα με μικρή οικονομική αλλά μεγάλη εθνική σημασία για την κυβέρνηση Τζόνσον, που έχει δώσει στο Brexit έναν συμβολισμό «ανάκτησης της βρετανικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας».