Συνεδριάζει το Ελεγκτικό Συνέδριο για τα αναδρομικά των συνταξιούχων του Δημοσίου

Σήμερα συνέρχεται, εκτός απροόπτου, το Ελεγκτικό Συνέδριο σε σχέση με προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία αφορούν συνταξιούχους του Δημοσίου, οι οποίοι διεκδικούν αναδρομικά πέραν του 11μηνου μεταξύ Ιουνίου 2015-Μαΐου 2016.

Συγκεκριμένα, διεκδικούν την επιστροφή των περικοπών της τριετίας 2015-2018. Το κόστος των αναδρομικών φτάνει τα 2 δισ. ευρώ.

Τα προδικαστικά ερωτήματα αυτά έχουν ως εξής:

1. Εάν οι διατάξεις του ν. 4024/2011 και του ν. 4051/2012, με τις οποίες επιβλήθηκαν διαδοχικές μειώσεις στις συντάξεις του ∆ημοσίου, αντίκεινται ή όχι προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες δικαίου και ειδικότερα του Συντάγματος και τις από αυτά απορρέουσες αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ισότητας ενώπιον του νόμου και των δημοσίων βαρών και της αναλογικότητας

2. Εάν ως βάση υπολογισμού των ήδη καταβαλλομένων συντάξεων κατά την 31.12.2014 νοούνται οι συντάξεις στο ύψος που ανέρχονταν κατά την ως άνω ημερομηνία, ήτοι μετά:

– την παρακράτηση υπέρ υγειονομικής περίθαλψης του ν. 4334/2015, για την οποία γίνεται ρητή αναφορά στην οικεία διάταξη,

– την παρακράτηση της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων, η οποία εξακολούθησε να παρακρατείται από τις συντάξεις του Δημοσίου και υπό το καθεστώς του ν. 4387/2016, όπως συνάγεται από τις διατάξεις του ν. 4387/2016 και του ν. 4585/2018 (παρά το γεγονός ότι είχε κριθεί αντισυνταγματική με την 244/2017 απόφαση της Ολομέλειας του ∆ικαστηρίου, με εφεξής αποτελέσματα και για όσο διάστημα παρεκρατείτο προς κάλυψη των ελλειμμάτων των Φορεών Κοινωνικής Ασφάλισης, αντισυνταγματικότητα που επιβεβαιώθηκε με την 504/2021 απόφαση της Ολομέλειας για το διάστημα από 12.5.2016 έως και 31.12.2018) και

– τις περικοπές που επήλθαν με τις διατάξεις του ν. 4024/2011, ανεξαρτήτως της συνταγματικότητάς τους ή μη, ή εάν η οικεία διάταξη  του ν. 4387/2016, ερμηνευόμενη υπό το φως του Συντάγματος και της ΕΣ∆Α και δη υπό το φως της αρχής του κράτους δικαίου, έχει την έννοια ότι παραπέμπει μόνον σε όσες από τις ως άνω διατάξεις είναι συνταγματικές, δηλαδή συνάδουν προς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ως προς την προστασία των νομίμων περιουσιακών προσδοκιών των πολιτών, της ισότητας ενώπιον του νόμου και των δημοσίων βαρών και της αναλογικότητας, προς την απορρέουσα από τις διατάξεις του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα άρθρα περί αρχής της εύλογης αναλογίας αποδοχών ενεργείας και συντάξεων του ∆ημοσίου και προς τις διατάξεις του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.∆.Α. και στην περίπτωση που γίνει δεκτή η πρώτη εκδοχή, δηλαδή στον βαθμό που η διάταξη του ν. 4387/2016 έχει την  έννοια ότι ως βάση υπολογισμού των συντάξεων στις 31.12.2014 νοείται το αριθμητικό ύψος των συντάξεων, όπως αυτό προκύπτει μετά την εφαρμογή των ως άνω ρυθμίσεων των ν. 4024/2011, 4051/2013 και 4093/2012, ανεξαρτήτως του εάν κατά τον χρόνο θέσης τους σε ισχύ ήταν αντισυνταγματικές, εάν υπό την ισχύ του ν. 4387/2016, όπως το πλαίσιο αυτού αναδρομικά διευκρινίστηκε με τις διατάξεις του ν. 4670/2020, ήτοι από την ενσωμάτωση των εν λόγω περικοπών στο νέο νομοθέτημα και εντεύθεν, το ύψος των συντάξεων με τον συνυπολογισμό των εν λόγω περικοπών είναι πλέον συμβατό με τις ανωτέρω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και αρχές, ως εκ του διαρθρωτικού χαρακτήρα των μεταβολών που επέφερε στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα, ή εάν και υπό την ισχύ του ν. 4387/2016 εξακολουθούν οι σχετικές περικοπές, εφόσον εξ αρχής αντέβαιναν στις ως άνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και αρχές, να αντίκεινται σ’ αυτές στον βαθμό που δεν έχουν αρθεί ούτε υπό το καθεστώς του ν. 4387/2016 οι λόγοι αντίθεσής τους στις εν λόγω διατάξεις και αρχές.