Στουρνάρας: Το Ευρωσύστημα είναι πλέον καλύτερα προετοιμασμένο για την οικονομική ανάπτυξη

«Το Ευρωσύστημα είναι πλέον καλύτερα προετοιμασμένο, σε σχέση με το παρελθόν, να εκπληρώνει την πρωταρχική εντολή που του έχει ανατεθεί: να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών, ώστε να διασφαλίζει την αξία του ευρώ και να ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας», τόνισε μεταξύ άλλων ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στο Ε΄ Συνέδριο Προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Όπως επισήμανε, τον περασμένο Ιούλιο το Διοικητικό Συμβούλιο ολοκλήρωσε την επανεξέταση της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Κατά την επανεξέταση, η οποία είχε αρχίσει τον Ιανουάριο του 2020, ελήφθησαν υπόψη οι θεμελιώδεις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον από την προηγούμενη επανεξέταση της στρατηγικής το 2003.
Τα συμπεράσματα της επανεξέτασης

Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στα πιο ουσιαστικά συμπεράσματα που προέκυψαν από την επανεξέταση της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.

Αρχικά, η νέα στρατηγική καθορίζει ότι η σταθερότητα των τιμών διατηρείται καλύτερα με την επιδίωξη στόχου για τον πληθωρισμό ίσο με 2% μεσοπρόθεσμα. Σε σύγκριση με τη διατύπωση που ίσχυε ως τώρα που στόχευε σε πληθωρισμό κάτω, αλλά πλησίον του 2%, η νέα προσέγγιση καθιστά πλέον σαφές ότι το 2% δεν αποτελεί το ανώτατο επίπεδο το οποίο θεωρείται αποδεκτό για τον πληθωρισμό, αλλά τον συμμετρικό στόχο μας. Οι αποκλίσεις του πληθωρισμού από τον στόχο αυτό, τόσο οι αρνητικές, όσο και οι θετικές, είναι εξίσου ανεπιθύμητες.

Ο επαναπροσδιορισμός της σταθερότητας των τιμών αντανακλά την ανάγκη να τίθεται ένα αρκετά μεγάλο θετικό περιθώριο για το επίπεδο του πληθωρισμού που θεωρείται επιθυμητό. Τα διδάγματα που αποκομίσθηκαν από τις πρόσφατες κρίσεις, ενισχύουν την ανάγκη να καθορίζεται υψηλότερος στόχος για τον πληθωρισμό, ώστε να παρέχει μεγαλύτερο χώρο στη νομισματική πολιτική για μειώσεις επιτοκίων σε περίπτωση αποπληθωριστικών πιέσεων και να αποφεύγονται επεισόδια όπου τα ονομαστικά επιτόκια περιορίζονται από το κατώτατο όριο (effective lower bound). [Επιπλέον παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό του στόχου του πληθωρισμού είναι οι διαφορές στο επίπεδο πληθωρισμού μεταξύ των χωρών, οι δυσκαμψίες στην προσαρμογή των ονομαστικών μισθών προς τα κάτω, και η μεροληψία στον τρόπο μέτρησης του δείκτη μέτρησης των τιμών καταναλωτή (Harmonised Index of Consumer Prices – HICP).]

Η υιοθέτηση συμμετρικού στόχου συνδράμει στην ορθή διαμόρφωση των προσδοκιών για τα μελλοντικά επίπεδα των επιτοκίων πολιτικής και του πληθωρισμού. Η αντίληψη που επικρατούσε παλιότερα ήταν ότι η ΕΚΤ ασκούσε πιο αυστηρή νομισματική πολιτική σε προς τα πάνω αποκλίσεις του πληθωρισμού από τον στόχο, ενώ αντίθετα, αντιδρούσε με άτολμα βήματα και καθυστέρηση στις προς τα κάτω αποκλίσεις.

Στην τωρινή στρατηγική, υπογραμμίζουμε ότι τόσο η συνεχής άνοδος, όσο και η παρατεταμένη πτώση των τιμών, πρέπει να περιορίζονται άμεσα και στον μέγιστο δυνατό βαθμό.

Επίσης, στη νέα στρατηγική αναγνωρίζουμε ότι όταν η οικονομία λειτουργεί κοντά στο κατώτατο όριο των ονομαστικών επιτοκίων, απαιτείται ιδιαίτερα σθεναρή ή επίμονη χρήση μέτρων νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αποτραπεί η παγίωση αρνητικών αποκλίσεων από τον στόχο για τον πληθωρισμό. Αυτό ενδέχεται να συνεπάγεται επίσης μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός διαμορφώνεται μετρίως πάνω από τον στόχο του 2%.

Ως εκ τούτου, παρόλο που επιβεβαιώνεται ότι η πολιτική των επιτοκίων εξακολουθεί να αποτελεί το πρωταρχικό μέσο άσκησης νομισματικής πολιτικής, επιπρόσθετα εργαλεία νομισματικής πολιτικής χρησιμοποιούνται από την ΕΚΤ όταν κρίνεται απαραίτητο.

Τέτοια εργαλεία αποτελούν η παροχή ενδείξεων σχετικά με τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, οι αγορές στοιχείων ενεργητικού και οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης.
Ορόσημα στην ενσωμάτωση των παραμέτρων της κλιματικής αλλαγής

Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, προβλέπονται τα ακόλουθα ορόσημα στην πορεία προς την ενσωμάτωση των παραμέτρων της κλιματικής αλλαγής:

Πρώτον, συγκεντρώνουμε τα απαραίτητα δεδομένα για την ανάλυση των κινδύνων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Επίσης, προσαρμόζουμε τα μακροοικονομικά υποδείγματα, ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις συνέπειες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.

Δεύτερον, εξετάζουμε την έκθεση του ισολογισμού μας, καθώς και του ισολογισμού των εποπτευόμενων τραπεζών, σε κλιματικούς κινδύνους. Ήδη πραγματοποιήσαμε μία άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σχετικά με την κλιματική αλλαγή για το σύνολο της οικονομίας, η οποία έδειξε ότι το κόστος των τραπεζών και των επιχειρήσεων για την ταχεία προσαρμογή σε πράσινες πολιτικές είναι πολύ χαμηλότερο από το κόστος της αδράνειας και της αντιμετώπισης σοβαρών φυσικών καταστροφών στο μέλλον.

Παράλληλα, θα θεσπίσουμε απαιτήσεις δημοσιοποίησης στοιχείων από τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις που εκδίδουν τίτλους, ώστε οι τίτλοι αυτοί να μπορούν να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής και στις αγορές τίτλων του ιδιωτικού τομέα. Ακόμα, αξιολογούμε κατά πόσο οι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ενσωματώνουν κλιματικούς κινδύνους στις πιστοληπτικές διαβαθμίσεις που παρέχουν.

Τρίτον, θα εξετάσουμε το ενδεχόμενο να λαμβάνουμε υπόψη τους κλιματικούς κινδύνους στα κριτήρια αξιολόγησης των τίτλων που γίνονται αποδεκτοί ως εξασφαλίσεις στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών και στις αγορές τίτλων του ιδιωτικού τομέα.

Επιπλέον, θα αρχίσουμε να δημοσιοποιούμε στοιχεία σχετικά με το κλίμα όσον αφορά τις αγορές τίτλων του επιχειρηματικού τομέα που διενεργούμε (Corporate Sector Purchase Programme – CSPP). Σημειώνεται ότι τον Φεβρουάριο του 2021 όλα τα μέλη του Ευρωσυστήματος υιοθετήσαμε κοινή στάση ως προς την εφαρμογή αρχών βιώσιμων και υπεύθυνων επενδύσεων στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων μας που δεν σχετίζονται με τη νομισματική πολιτική.