Υπέρ της άποψης να μην συνυπολογίζονται στα δημοσιονομικά ελλείμματα των κρατών μελών της ΕΕ οι κρατικές δαπάνες που σχετίζονται με «ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά», όπως για παράδειγμα οι δαπάνες για την άμυνα και την προστασία του περιβάλλοντος, τάσσεται εμμέσως πλην σαφώς ο αρμόδιος για την εσωτερική αγορά Γάλλος Επίτροπος Τιερί Μπρετόν.
Κατά τον Γάλλο Επίτροπο η Γερμανία πρέπει «να επανεφεύρει» το οικονομικό της μοντέλο και μαζί με άλλες τέσσερις χώρες της ΕΕ να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους, όπως άλλωστε έχουν δεσμευτεί ότι θα πράξουν στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Αναλυτικότερα, σε συνέντευξή του προς τη γαλλική εφημερίδα Libération και απαντώντας σε ερώτηση αναφορικά με τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, ο Γάλλος Επίτροπος αναφέρει ότι «ακόμη και αν η δημοσιονομική αρετή παραμένει απαραίτητη, πρέπει να απομακρυνθούμε από την αντίληψη για απαρέγκλιτα δημοσιονομικά κριτήρια και να λαμβάνουμε καλύτερα υπόψη τις επενδύσεις που γίνονται σε αυτά που αποκαλούμε "ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά", όπως η μείωση των εκπομπών CO2 ή η άμυνα».
Για παράδειγμα, συνεχίζει ο Μπρετόν, στο επίπεδο της ΕΕ, «από το 2000 μέχρι σήμερα δεν έχουν επενδυθεί 1.300 δισ. ευρώ στην άμυνα, αν λάβουμε υπόψη τον στόχο του 2% του ΑΕΠ που έχει θέσει το ΝΑΤΟ.
Το 54% του ελλείμματος αυτού οφείλεται στις πέντε "λιτές" χώρες: Γερμανία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία και Ολλανδία. Αν η Γερμανία είχε επενδύσει τα 460 δισ. ευρώ ‘που λείπουν' στην άμυνά της, δηλαδή 14 μονάδες του ΑΕΠ της, το χρέος της δεν θα ήταν 70% αλλά 84%, πράγμα που δεν είναι το ίδιο.
Για την Αυστρία, το επίπεδο του χρέους θα είχε αυξηθεί κατά 21 μονάδες, για τη Δανία κατά 11, για την Ολλανδία κατά 12 και για τη Σουηδία κατά 13».
«Με άλλα λόγια, οι χώρες αυτές έχουν επενδύσει τα μισά από ό,τι οι χώρες του νότου, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας» αναφέρει ο Μπρετόν υπογραμμίζοντας ότι «για παράδειγμα, η Ελλάδα επενδύει το 3% του ΑΕΠ της κάθε χρόνο στον στρατό της, ο οποίος εξασφαλίζει τη νότια άμυνα της ηπείρου μας».
Ερωτηθείς εάν ανησυχεί για τις τρέχουσες εντάσεις στο γαλλογερμανικό ζεύγος, ο Επίτροπος ανέφερε ότι βλέπει σημάδια που δεν είναι καθόλου θετικά και πρόσθεσε: «Πρέπει όμως να γνωρίζουμε ότι η Γερμανία υφίσταται ριζική και βίαιη μεταμόρφωση του μοντέλου της, το οποίο βασιζόταν σε μια τριπλή εξάρτηση: από τη Ρωσία [..] τις ΗΠΑ [..] και την Κίνα [..].
Μέσα σε λίγους μήνες, με την κρίση της Covid και τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυτό το τρίπτυχο κατέρρευσε και πρέπει να ξαναχτίσει τα πάντα πολύ γρήγορα. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτό δεν είναι μόνο γερμανικό πρόβλημα, διότι έχει αντίκτυπο σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να βοηθήσουμε τη Γερμανία σε αυτή την επανεφεύρεση ενός οικονομικού μοντέλου. [..]»
Επίσης ο Τιερί Μπρετόν, λίγες ημέρες μετά την επίσκεψη του Γερμανού καγκελαρίου Ολαφ Σολτς στο Πεκίνο, επισημαίνει ότι «μόνο αν συνεχίζει να λειτουργεί ως ομάδα η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορέσει να επηρεάσει τον κόσμο».
Αναφερόμενος δε στις σχέσεις της ΕΕ με την Κίνα ο Μπρετόν αναφέρει τα εξής: «Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει ότι η Κίνα έκανε τα πάντα για να διχάσει την Ένωση κατά τη διάρκεια της κρίσης της Covid, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι ήταν πράγματι ένας "συστημικός αντίπαλος" [..] Έκτοτε υιοθετήσαμε μια σειρά από ευρωπαϊκούς νόμους που αποσκοπούν στο να θέσουν τέλος σε μια ορισμένη ευρωπαϊκή αφέλεια απέναντι στην Κίνα, προκειμένου να προστατεύσουν την εσωτερική αγορά [..].
Στο πλαίσιο του ρόλου μου, εξηγώ συνεχώς ότι, φυσικά, η Κίνα παραμένει και θα παραμείνει ένας σημαντικός εμπορικός εταίρος, αλλά ότι οι σχέσεις μας πρέπει να εντάσσονται σε αυτό το συγκεκριμένο γεωπολιτικό πλαίσιο και ότι είναι απαραίτητο να συντονιστούν τα κράτη, διότι είναι προφανές ότι αν ένας κρίκος αποδυναμωθεί, ολόκληρη η ευρωπαϊκή αγορά μπορεί να υποφέρει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, για παράδειγμα, δεν είναι επιθυμητό η Κίνα να αποκτήσει νέα μερίδια στις κρίσιμες υποδομές μας. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει πάντα να διασφαλίζουμε ότι παραμένει κάτω από τη μειοψηφία αποκλεισμού. Και αυτό συνέβη τελικά με το λιμάνι του Αμβούργου. Είναι καλύτερα έτσι.»
Στην ερώτηση, τέλος, εάν θα ήθελε ο Γερμανός καγκελάριος να είχε πάει στο Πεκίνο μαζί με τον Γάλλο πρόεδρο, όπως είχε προτείνει ο τελευταίος, ο Μπρετόν σχολίασε, μεταξύ άλλων, ότι «είναι πάντα καλύτερο να δίνουμε την εικόνα ενός ισχυρού συντονισμού των ευρωπαϊκών χωρών, διότι πρέπει να εξισορροπήσουμε τις σχέσεις μας με την Κίνα, δημιουργώντας μια ισορροπία ισχύος».