Ολομέλεια Ελεγκτικού Συνεδρίου: Θέματα αντισυνταγματικότητας στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο

Θέματα αντισυνταγματικότητας στο νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας εντοπίζει στη γνωμοδότησή της η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου η οποία προχωρά σε παρατηρήσεις που θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της η κυβέρνηση όσον αφορά το περιεχόμενο και τις επίμαχες διατάξεις του νομοσχεδίου.

Παρότι η άποψη της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει καθαρά γνωμοδοτικό χαρακτήρα, δηλ. όχι δεσμευτικό, καταγράφει τα προβλήματα αντισυνταγματικότητας που διαπιστώνει σε διατάξεις του ασφαλιστικού νομοσχεδίου το οποίο,  όπως φαίνεται, θα  κριθεί και πάλι από το Ε.Σ. αλλά και το Συμβούλιο της Επικρατείας, εφόσον προσφύγουν Σωματεία, συνταξιούχοι και κλπ.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου εκφράζει την αντίθεσή της σε σειρά διατάξεων του  νομοσχεδίου για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό του Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) και είναι βασισμένο, σε μεγάλο μέρος του,  στο ασφαλιστικό Κατρούγκαλου.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται  στη γνωμοδότηση η οποία   έχει κατατεθεί ήδη στην Βουλή,  «το επίμαχο νομοσχέδιο, εφόσον εξακολουθεί να στηρίζεται, όπως και ο προηγούμενος ασφαλιστικός νόμος 4387/2016, στην ενιαία ασφαλιστική αντιμετώπιση προσώπων που σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν μπορούν να υπαχθούν στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας στο σύνολό του».

Συγκεκριμένα, στο σκεπτικό της γνωμοδότησης αναφέρεται: «Με το επίμαχο νομοσχέδιο υιοθετούνται σε γενικό πλαίσιο οι ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 και επέρχονται επουσιώδεις τροποποιήσεις αυτού σε συγκεκριμένες διατάξεις που κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές με τις 1880/2019, 1888/2019, 1889/2019, 1890/2019 και 1891/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ παράλληλα ολοκληρώνεται η διοικητική και οργανωτική ενοποίηση που επιχειρήθηκε με προγενέστερους νόμους (2084/1992, 2676/1999, 3029/2002, 3655/2008, 3863/2010, 4387/2016), με την ενσωμάτωση στο νέο φορέα όλων των ασφαλιστικών φορέων απονομής σύνταξης και εφάπαξ παροχής, όπως το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.).»

Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου εστιάζει την κριτική της σε συγκεκριμένα ζητήματα τα οποία είναι κυρίως:

 (α) η υπαγωγή των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων και των στρατιωτικών σε ενιαίο με τους λοιπούς εργαζομένους φορέα ασφάλισης χωρίς διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κεφαλαίου των μεν και των δε,

(β) ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης των πρώτων, η οποία πλέον δεν δομείται εξ ολοκλήρου πάνω στην αρχή της εύλογης αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης και

 (γ) ο χαρακτήρας του Δημοσίου ως ευθέως και βασικώς ευθυνομένου για την καταβολή των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους και στους στρατιωτικούς.

Η γνωμοδότηση  εστιάζεται δε στο γεγονός ότι   «επί της τροποποιούμενης παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 παρατηρείται ότι δεν παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου οι λόγοι που επιβάλλουν τη χρονική παράταση μέχρι και το 2024 στον τρόπο αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών με βάση τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή καθώς και οι λόγοι της μετάθεσης από το 2025 του τρόπου προσαύξησής τους με βάση τον δείκτη μεταβολής μισθών.

Επί της τροποποιούμενης παρ. 5 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 παρατηρείται ότι η αναφορά που γίνεται στην αιτιολογική έκθεση στις αρχές της ανταποδοτικότητας εισφορών και παροχών και της ανάγκης διασφάλισης από το χορηγούμενο ύψος του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης ενός αναξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των ασφαλισμένων του δημοσίου τομέα μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία, παρίσταται αδόκιμη, δοθέντος ότι όσον αφορά στους δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς και στους στρατιωτικούς οι αρχές που διέπουν το ειδικό συνταξιοδοτικό τους καθεστώς είναι αυτές της αναλογικότητας και της κατά το δυνατόν τήρησης εύλογης αναλογίας των συντάξεών τους με τις αποδοχές ενεργείας τους (βλ. Πρακτικά 1ης Ειδ. Συν. Ολ. ΕλΣ της 20ης Απριλίου 2016. Επίσης, ΕλΣ Ολ. 137/2019, 32/2018, 1277/2018, 1388/2018, 244/2017)».