Δημοσιονομικό Συμβούλιο: Από 0,3 έως 0,7 %, η επίπτωση στην ανάπτυξη από τον Κορωνοϊό

Μείωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ στην Ελλάδα από 0,3 έως και 0,7 ποσοστιαίες μονάδες μπορεί να προκαλέσει η εξάπλωση του Κοροναϊού εκτιμά σε έκθεσή του το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ). Στο εύρος αυτό μετρά την επίπτωση στην ανάπτυξη το ΕΔΣ στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν δύο πολύ δυσμενή σενάρια, αλλά χωρίς να υπάρξουν "δομικές αλλαγές" στην οικονομία της χώρας, τις οποίες θα επέφερε μια επιδημία μεγάλων διαστάσεων.

Ειδικότερα τα δύο δυσμενή σενάρια του ΕΔΣ προβλέπουν μείωση του ΑΕΠ το 2020 στο 2,21% και 1,88% αντίστοιχα από 2,54% που προβλέπει το σενάριο βάσης.

Αναλυτικά στα συμπεράσματα της έκθεσης του ΕΔΣ για τις επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία από τον Κοροναϊό σημειώνονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«H εξάπλωση του ιού SARS-CoV-2 («κοροναϊός») είναι πλέον σίγουρο ότι θα προκαλέσει αναθεώρηση επί τα χείρω των προβλέψεων για την μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας για το 2020. Η εξάπλωση της επιδημίας και στην Ευρώπη είναι επόμενο να επιβραδύνει την αύξηση του ΑΕΠ της ευρωζώνης.

Βάσει της υπόθεσης αυτής το ΕΔΣ πραγματοποίησε «εκτιμήσεις» για την αρνητική επίπτωση που μπορεί να έχει στο ελληνικό ΑΕΠ τυχόν επιβράδυνση της μεγέθυνσης στις χώρες του ευρώ.

Η εκτίμηση είναι ότι για κάθε ποσοστιαία μονάδα μείωσης της πρόβλεψης για το ΑΕΠ της ευρωζώνης, το ελληνικό ΑΕΠ επιβραδύνεται κατά περίπου 0,8%.

Στην άσκηση χρησιμοποιήσαμε δύο πολύ δυσμενή σενάρια τα οποία υπό κανονικές συνθήκες, βάσει δηλαδή ιστορικών τιμών και χωρίς «δομικές αλλαγές» στην οικονομία της Ελλάδας και της ευρωζώνης, μπορεί να προκαλέσουν μείωση στην εκτιμώμενη μεγέθυνση για το 2020 κατά 0,3 και 0,7 ποσοστιαίες μονάδες.

Δηλαδή η εκτίμηση για το κεντρικό σενάριο του υποδείγματος μεσοπρόθεσμων μακροοικονομικών προβλέψεων του ΕΔΣ για την πραγματική αύξηση του ΑΕΠ από 2,54% (σενάριο βάσης) μειώνεται σε 2,21% (σενάριο 1) και 1,88% (σενάριο 2).

Ωστόσο, σε περίπτωση που η επιδημία πάρει διαστάσεις θα προκληθεί «δομική αλλαγή» στο υπόδειγμα η οποία προς το παρόν είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Επίσης η «κρίση» μπορεί να πλήξει, επιπλέον, ενδογενώς την ελληνική οικονομία βάσει τουλάχιστον δύο διαύλων:

α) επιδείνωσης του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών λόγω μείωσης των τουριστικών εισπράξεων, μείωσης των εισπράξεων από θαλάσσιες και χερσαίες μεταφορές κλπ και

β) λόγω αρνητικής επίπτωσης στην ιδιωτική κατανάλωση (κλάδος εστίασης, διασκέδαση και ψυχαγωγία, οικοδομή κλπ).

Με βάση αυτές τις αρνητικές εκτιμήσεις φαίνεται ότι απομακρυνόμαστε, πιθανώς σημαντικά, από τον στόχο για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8% το 2020, γεγονός που θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα δημοσιονομικά αποτελέσματα.

Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αναζητηθούν «μαξιλάρια» για τον προϋπολογισμό για τυχόν έκτακτες δαπάνες (πχ στο τομέα της υγείας), όπως πιθανώς αξιοποίηση μέρους των ταμειακών αποθεμάτων ασφαλείας (cash buffers), αλλά και έγκαιρη συνεννόηση με τους θεσμούς για συμφωνία ρήτρας διαφυγής (escape clause), ώστε μία ελεγχόμενη απόκλιση από το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ να μην οδηγήσει σε περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα τα οποία θα επιδεινώσουν περαιτέρω την μακροοικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και θα ανακόψουν τη θετική δυναμική των τελευταίων ετών».