Αναθεωρεί την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της ελληνικής Οικονομίας η Τράπεζα της Ελλάδος, προβλέποντας πλέον μηδενικό ρυθμό μεταβολής για το 2020, από 2,4% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη. Υπό τα δεδομένα της πανδημικής κρίσης του κορονοϊού, η ΤτΕ εκτιμά ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί αρκετές ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κάτω από τον αρχικό στόχο 3,5% του ΑΕΠ, αν και αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια.
Όπως αναφέρει στην Ετήσια Έκθεσή του ο Διοικητής της ΤτΕ, το 2019 η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας διατηρήθηκε, παρά την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές διαμορφώθηκε σε 1,9%, όπως και το 2018, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός της οικονομίας της ζώνης του ευρώ επιβραδύνθηκε σε 1,2% από 1,9% το 2018. Το 2020 η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις επιπτώσεις της εξάπλωσης του κορονοϊού στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία.
Οι επιπτώσεις αυτές προς το παρόν δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα στοιχεία και η πανδημία είναι σε εξέλιξη. Ειδικότερα, σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι μηδενικός το 2020, αντί 2,4% που ήταν η πιο πρόσφατη πρόβλεψη μετά την ενσωμάτωση των στοιχείων των Εθνικών Λογαριασμών για το δ΄ τρίμηνο του 2019 (6 Μαρτίου 2020).
Η προς τα κάτω αναθεώρηση της πρόβλεψης του ρυθμού ανάπτυξης κατά επιπλέον 2,4 ποσοστιαίες μονάδες οφείλεται στην ενσωμάτωση των επιπτώσεων από την εξάπλωση του κορονοϊού.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία για την εξέλιξη της πανδημίας, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι θα υπάρξει σημαντική αρνητική επίπτωση στην οικονομία τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2020, η οποία θα αντισταθμιστεί μερικώς τα δύο τελευταία τρίμηνα.
Η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης θα προέλθει κυρίως από διαταραχές στην πλευρά της ζήτησης, με μείωση της εξωτερικής ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών και της εγχώριας ζήτησης, αφού πλήττονται ιδιαιτέρως τομείς όπως οι μεταφορές, ο τουρισμός, το εμπόριο, η εστίαση και η ψυχαγωγία.
Ουδείς σήμερα μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την εξέλιξη της πανδημίας, ενώ οι επιπτώσεις της στις εθνικές οικονομίες θα εξαρτηθούν και από τα εθνικά και διεθνή δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα που λαμβάνονται. Το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος ενσωματώνει υποθέσεις για τα αντισταθμιστικά μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί.
Όπως αναφέρει ο Διοικητής της ΤτΕ, στο ενδεχόμενο μιας μεγαλύτερης σε διάρκεια και ένταση εξάπλωσης του κορονοϊού, ενισχύονται οι προσδοκίες προσωρινής ύφεσης, όπως αυτό γίνεται ήδη φανερό από τη νευρικότητα των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, και ως εκ τούτου ο κίνδυνος επιβράδυνσης της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομίας αυξάνεται σημαντικά.
Όσον αφορά την οικονομία της ζώνης του ευρώ, η ανάπτυξη προβλέπεται ότι θα παραμείνει εξαιρετικά αδύναμη, με πολύ σημαντική πιθανότητα να καταγραφεί αρνητικός ρυθμός σε ετήσια βάση, αντανακλώντας την ήδη αρνητική επίδραση που ασκούν στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στη μεταποίηση και στις εξαγωγές η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου και η μείωση της εξωτερικής ζήτησης, κυρίως όμως η συγκράτηση της εγχώριας ζήτησης από τη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω της εξάπλωσης του κορονοϊού.
Μεγάλη η πρόκληση για τη δημοσιονομική πολιτική
Ο Διοικητής της ΤτΕ, εφιστά την προσοχή στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιδράσεων στην ελληνική Οικονομία από τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης του κορονοϊού.
Όπως αναφέρει: Για το 2020, μέχρι προσφάτως η πρόβλεψη ήταν ότι θα επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής ενός αναπτυξιακού και δημοσιονομικά ουδέτερου μίγματος πολιτικής με κύρια χαρακτηριστικά την ελάφρυνση του φορολογικού βάρους και την ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Όμως, η εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού αφενός δημιουργεί νέες υψηλές δαπάνες για την αντιμετώπιση της νόσου, τη στήριξη των επιχειρήσεων και τη διαφύλαξη της απασχόλησης και αφετέρου έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και, κατά συνέπεια, στα κρατικά έσοδα.
Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί αρκετές ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κάτω από τον αρχικό στόχο 3,5% του ΑΕΠ, αν και αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια. Λόγω όμως της ευελιξίας που ενσωματώνεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για έκτακτες συνθήκες, η διαμόρφωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος σε χαμηλότερα επίπεδα δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ως παραβίαση του στόχου.
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη δημοσιονομική πολιτική σήμερα, που μεταβάλλει ριζικά όλα τα μέχρι τώρα δεδομένα, είναι να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που προσφέρονται ώστε να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση των δαπανών για την αντιμετώπιση της νόσου του κορονοϊού και να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία, με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρξει η μικρότερη δυνατή επίπτωση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Εξαιρετικά σημαντική η απόφαση της ΕΚΤ για το waiver
O Διοικητής της ΤτΕ αμαφέρεται επίσης στην πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ για το waiver στα ελληνικά κρατικά ομόλογα, καθώς και στην επιβράβευση της προόδου της ελληνικής Οικονομίας.
Όπως αναφέρει: Επιβράβευση της προόδου που σημείωσε η Ελλάδα είναι η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας κατά μία βαθμίδα τον Οκτώβριο του 2019 από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s και πιο πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2020, από τον οίκο Fitch, αλλά και η βελτίωση της θέσης της χώρας κατά επτά βαθμίδες όσον αφορά το δείκτη αντίληψης της διαφθοράς που καταρτίζει η Διεθνής Διαφάνεια.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον αρνητικών αποδόσεων, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων κατέγραψαν συνεχή και ταχεία αποκλιμάκωση, η οποία μόλις προσφάτως ανατράπηκε λόγω της εξάπλωσης του κορονοϊού, με τα περιθώρια (spreads) να αυξάνονται σημαντικά τις τελευταίες ημέρες.
Αυτές οι πρόσφατες εξελίξεις καταδεικνύουν, μεταξύ άλλων, τη σημασία που έχει η συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Στο πλαίσιο αυτό, είναι εξαιρετικά σημαντική η απόφαση που έλαβε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στις 18 Μαρτίου να εφαρμόσει εξαίρεση (waiver) από το γενικό κανόνα επιλεξιμότητας ομολόγων για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα με το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που συνδέεται με την πανδημία (PEPP) ύψους 750 δισεκ. ευρώ και θα διαρκέσει τουλάχιστον έως το τέλος του 2020."
Οι προκλήσεις για την ελληνική Οικονομία
Όπως αναφέρει ο Διοικητής της ΤτΕ στην Ετήσια Έκθεσή του για το 2019 που παρουσιάζεται στη γενική συνέλευση των μετόχων της ΤτΕ, για την καταγραφή ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα, αφού ξεπεραστεί η τρέχουσα κρίση, η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει, εκτός των δύο πολύ σοβαρών εξωγενών κλυδωνισμών (κορονοϊός, μεταναστευτικό), που προφανώς αποτελούν εθνικές προτεραιότητες, και μια σειρά από μεσοπρόθεσμες προκλήσεις.
Αυτές είναι: το μεγάλο επενδυτικό κενό, η υψηλή ανεργία, το μεγάλο απόθεμα των ΜΕΔ, το υψηλό δημόσιο χρέος και ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός.
Επομένως κρίνονται αναγκαίες παρεμβάσεις οικονομικής πολιτικής που στοχεύουν στην ενίσχυση κυρίως της πλευράς της προσφοράς, για την επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας και την άνοδο του πραγματικού και του δυνητικού προϊόντος.
Είναι προφανές ότι ορισμένες από τις παρεμβάσεις που απαιτούνται δεν μπορούν να υλοποιηθούν υπό τις σημερινές συνθήκες έντονης διόρθωσης των διεθνών αγορών.
Η αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού και γενικότερα η προστασία της δημόσιας υγείας, μαζί με την αντιμετώπιση της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης, είναι σήμερα προτεραιότητες οι οποίες κινητοποιούν τις δυνάμεις του έθνους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι παρεμβάσεις που παράγουν μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα πρέπει τώρα να αγνοηθούν.
Άλλωστε, οδηγούν σε υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, που είναι προϋποθέσεις για τη διάθεση περισσότερων πόρων στη δημόσια υγεία, καθώς και στη διαφύλαξη των εθνικών συνόρων, τα οποία είναι ταυτοχρόνως και ευρωπαϊκά σύνορα.
Οι παρεμβάσεις αυτές αφορούν τις ακόλουθες προτεραιότητες:
− Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
− Άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.
− Αύξηση των ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων.
− Μείωση της ανεργίας.
− Εφαρμογή του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων.
− Ιδιωτικοποιήσεις, αποτελεσματικότερη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και επέκταση του θεσμού των συνεργασιών και συμπράξεων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (ΣΔΙΤ).
− Εφαρμογή στοχευμένων παρεμβάσεων πολιτικής για την αναστροφή της προβλεπόμενης πτωτικής τάσης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού εξαιτίας των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων.
− Ενδυνάμωση του "τριγώνου της γνώσης” και ανάπτυξη του αποθέματος του ανθρώπινου κεφαλαίου.
− Αξιοποίηση των ευκαιριών από τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία.