Απλοποιείται η διαδικασία απονομής της εφάπαξ παροχής

0
15

Από την 1η Ιανουαρίου 2020, το ποσό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για εφάπαξ παροχή των αυτοτελώς απασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών αντιστοιχεί σε τρεις ασφαλιστικές κατηγορίες:

Το ύψος των μηνιαίων ασφλιστών εισφορών διαμορφώνεται ως εξής: Για την 1η κατηγορία το ποσό εισφορών εφάπαξ παροχής ανέρχεται σε 26 ευρώ, για τη 2η κατηγορία σε 31 και για την 3η κατηγορία σε 37 ευρώ.

Σύμφωνα με την απόφαση την οποία υπογράφει ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννης Βρούτσης, σε αυτές τις τρεις ασφαλιστικές κατηγορίες κατατάσσονται και όλοι οι πριν και μετά την 1.1.1993 έμμισθοι δικηγόροι, μισθωτοί μηχανικοί και υγειονομικοί των οικείων τομέων του κλάδου πρόνοιας του πρώην ΕΤΑΑ.

Επισημαίνεται ότι, για τους έμμισθους δικηγόρους, τα ανωτέρω ποσά της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς επιμερίζονται κατά 50% για τον εντολέα και κατά 50% για τον ασφαλισμένο.

Οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται υποχρεωτικά σε μία από τις ανωτέρω τρεις ασφαλιστικές κατηγορίες, με ελεύθερη επιλογή τους για το ποια θα είναι αυτή. Σε περίπτωση μη επιλογής, κατατάσσονται υποχρεωτικά στην πρώτη.

Με αίτησή τους, η οποία μπορεί να υποβληθεί και ηλεκτρονικά, μπορούν να επιλέξουν ανώτερη ή κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία από αυτή που υπάγονται. Η μετάταξη από κατηγορία σε κατηγορία θα γίνεται από την 1η του επόμενου έτους από την υποβολή της αίτησης και θα ισχύει υποχρεωτικά για όλο το επόμενο έτος από την υποβολή της αίτησης.

Κατά την πρώτη εφαρμογή, οι ασφαλισμένοι κατατάσσονται υποχρεωτικά στην πρώτη ασφαλιστική κατηγορία και επιλέγουν την κατηγορία στην οποία επιθυμούν να υπαχθούν από 1.7.2020.

Επίσης, διευκρινίζεται ο τρόπος προσαύξησης των ποσών των ασφαλιστικών κατηγοριών από 1-1-2023 και εφεξής.

Σε περιπτώσεις που οι αυτοαπασχολούμενοι δεν έχουν καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές για το διάστημα 2017-2019, αυτές καταβάλλονται, βάσει του άρθρου 5 του ν. 4578/2018, ήτοι επιβάλλεται μηνιαία κράτηση ποσοστού, ύψους 4%, επί του κατώτατου βασικού µισθού µισθωτού, όπως ισχύει.

Αντιστοίχως, σε περιπτώσεις που οι παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι, κατά το ν. 2084/1992, έμμισθοι δικηγόροι, μισθωτοί μηχανικοί και υγειονομικοί του κλάδου πρόνοιας του πρώην ΕΤΑΑ, δεν έχουν καταβάλει εισφορές για το έτος 2019, το ποσό της µηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται, βάσει του άρθρου 5 του ν. 4578/2018, σε ποσοστό κράτησης 4% επί του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό µισθό µισθωτού, όπως ισχύει.

Παράλληλα, ορίζεται η εισφορά αυτών που ασφαλίζονται προαιρετικά για εφάπαξ παροχή. Οι προαιρετικά ασφαλισμένοι μισθωτοί καταβάλλουν, από 1-1-2021, μηνιαία εισφορά ποσοστού 4% επί των ασφαλιστέων αποδοχών τους για κύρια σύνταξη, όπως αυτές προσδιορίζονται στα άρθρα 5 και 38 του ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκαν αντίστοιχα με τα άρθρα 23 και 34 του ν. 4670/2020.

Οι προαιρετικά ασφαλισμένοι, αυτοτελώς απασχολούμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, ασφαλισμένοι του πρ. ΟΓΑ και οι έμμισθοι δικηγόροι, που δεν είναι ασφαλισμένοι σε φορέα πρόνοιας, καταβάλλουν εισφορές, βάσει των ασφαλιστικών κατηγοριών του ανωτέρω πίνακα.

Μεταξύ άλλων, προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης της εφάπαξ παροχής σε ασφαλισμένους και σε δικαιούχους θανόντος ασφαλισμένου και διατηρείται η μη δυνατότητα προκαταβολής μέρους της εφάπαξ παροχής.

Ειδικότερα, καταργούνται οι ελάχιστες χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του δικαιώματος απονομής εφάπαξ παροχής. Η εφάπαξ παροχή απονέμεται, εφόσον ο ασφαλισμένος έλαβε κύρια σύνταξη και, συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η έκδοση της οριστικής πράξης συνταξιοδότησης, λόγω γήρατος ή οριστικής αναπηρίας.

Όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση της ρύθμισης αυτής, με την κατάργηση του ελάχιστου χρόνου ασφάλισης για τη θεμελίωση αυτοτελούς δικαιώματος εφάπαξ παροχής, επιτυγχάνεται η ενιαία αντιμετώπιση των ασφαλισμένων και, σε κάθε περίπτωση, απλοποιείται και συντομεύεται η διαδικασία απονομής της εν λόγω παροχής, ιδίως σε περιπτώσεις ασφαλισμένων με διαδοχική ασφάλιση.

H ρύθμιση αυτή καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις για εφάπαξ παροχή.

Σημειώνεται ότι, όπως ίσχυε, δεν είναι δυνατή η καταβολή της εφάπαξ παροχής στην περίπτωση προσωρινής συνταξιοδότησης από το φορέα κύριας ασφάλισης.