Την ευκαιρία των ελληνικών τροφίμων στις διεθνείς αγορές αναδεικνύει μελέτη της Εθνικής Τράπεζας. Όπως αναφέρει η μελέτη, η εξάπλωση της πανδημίας έπληξε την οικονομική δραστηριότητα σε παγκόσμιο επίπεδο και συνεπώς εύλογα οι ελληνικές εξαγωγές δέχτηκαν πιέσεις (με τις εξαγωγές εκτός πετρελαίου να περιορίζονται κατά 7% το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου 2020 σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο).
Θετική εξαίρεση σε αυτό το περιβάλλον αποτελούν οι εξαγωγές ελληνικών τροφίμων, οι οποίες αξιοποιώντας τη θετική υγειονομική εικόνα της Ελλάδας παρουσίασαν αύξηση κατά 9% κατά την προαναφερθείσα περίοδο. Η νέα μελέτη που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας αναδεικνύει την ευκαιρία που προσφέρει η εξέλιξη αυτή για επιθετικότερη διείσδυση των ελληνικών τροφίμων στις διεθνείς αγορές σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Αξιοσημείωτη εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που είχε ανοδικές εξαγωγικές παραγγελίες τροφίμων κατά το δίμηνο της πανδημίας (Απρίλιο-Μάιο), με το δείκτη παραγγελιών εξαγωγών να φτάνει τις +13 (από +3 μονάδες τον Μάρτιο, σε κλίμακα -100,+100).
Πρακτικά, το θετικό επίπεδο του δείκτη αποτυπώνει το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων εξαγωγέων τροφίμων δηλώνει ότι οι παραγγελίες από το εξωτερικό παραμένουν ισχυρές για τους επόμενους μήνες. Η Ιταλία (κύριος ανταγωνιστής μας στη διεθνή αγορά τροφίμων) σημείωσε κάθετη πτώση του δείκτη εξαγωγικών παραγγελιών τροφίμων (-27 μονάδες το δίμηνο Απριλίου-Μάιου).
To κρίσιμο ζητούμενο – τονίζεται στην μελέτη- είναι η συγκυριακή αυτή αύξηση να λειτουργήσει ως έναυσμα αύξησης της διείσδυσης στις διεθνείς αγορές. Η προοπτική αυτή θεωρείται ως ένα εφικτό ενδεχόμενο, καθώς υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις ελληνικών τροφίμων που έχουν καταφέρει να κερδίσουν σημαντικά εξαγωγικά μερίδια κατά την τελευταία δεκαετία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κλαδική μελέτη ξεχώρισε πέντε τρόφιμα με επιτυχημένες εξωστρεφείς στρατηγικές: την ελιά, το γιαούρτι, το μέλι, το ακτινίδιο και το μήλο. Αν και η επιτυχία των τροφίμων αυτών είναι αναμφισβήτητη δεδομένων των υψηλότερων μεριδίων που κατέκτησαν στις διεθνείς αγορές, αξίζει να εστιάσουμε στα «μαθήματα» που αποκόμισαν από την εμπειρία διεκδίκησης μεγαλύτερου κομματιού της εξαγωγικής πίτας:
-Η περίπτωση του μήλου αναδεικνύει τους κινδύνους υιοθέτησης συγκυριακών στρατηγικών προς μη αναπτυγμένες αγορές και με υψηλή συγκέντρωση σε λίγους εμπορικούς εταίρους, καθώς μια τέτοια στρατηγική δημιουργεί υψηλή μεταβλητότητα στη ζήτηση και καθοδικές πιέσεις στις τιμές.
-Το παράδειγμα της ελιάς υπογραμμίζει τη σημασία της τυποποίησης, καθώς ένα αναγνωρισμένα ποιοτικό προϊόν συνεχίζει να εξάγεται σε μεγάλο ποσοστό σε χύμα μορφή οδηγώντας έτσι σε απώλεια προστιθέμενης αξίας.
-Η δύσκολη αγορά που ανταγωνίζεται το ελληνικό ακτινίδιο τονίζει τη σημασία του branding, με τη Νέα Ζηλανδία να κυριαρχεί με τιμή τριπλάσια των υπολοίπων.
-Η επίπονη προσπάθεια του ελληνικού μελιού να αποκτήσει επαρκή όγκο (εν μέρει χρησιμοποιώντας επανεξαγωγές) είναι ενδεικτική των δυσκολιών λειτουργίας σε μια ανταγωνιστική αγορά με ισχυρό δίκτυο μεταπωλητών.
-Η μάχη του ελληνικού γιαουρτιού να διατηρήσει την ηγετική του θέση στο premium κομμάτι της αγοράς (με κόστος την πτωτική πίεση στις τιμές) φέρνει στο προσκήνιο τη σημασία της μοναδικότητας της πρώτης ύλης ως ασπίδα έναντι ανταγωνιστικών πιέσεων.
Η ανάλυσή ανέδειξε τα στοιχεία-κλειδιά που φαίνεται να έκαναν τη διαφορά για την επιτυχία τους και συνεπώς μπορούν να αξιοποιηθούν και από άλλα ελληνικά τρόφιμα ως δούρειος ίππος για τις διεθνείς αγορές: Εστίαση στις αναπτυγμένες αγορές, προώθηση σε branded μορφή (όχι χύμα), εξασφάλιση επάρκειας όγκου για διεκδίκηση μεριδίου στην premium αγορά.
Δεδομένου του ασύμμετρου πλήγματος της πανδημίας μεταξύ των μεσογειακών χωρών (με την Ελλάδα σε ευνοϊκή σχετική θέση), σύμφωνε με την μελέτη, η υιοθέτηση των αποτελεσματικών αυτών στρατηγικών από τις ελληνικές επιχειρήσεις τροφίμων εκτιμάται ότι μπορεί να προσφέρει σημαντικά έσοδα στην οικονομία.
Στοχεύοντας στην εκτίμηση του περιθωρίου που έχει η Ελλάδα να αυξήσει το μερίδιο της στη διεθνή αγορά τροφίμων, προχωρήσαμε στον υπολογισμό του δυνητικού μεριδίου της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές, δεδομένου του σχετικού μεγέθους της χώρας στην παραγωγή τροφίμων.
Συγκεκριμένα, καθώς η παραγωγή της Ελλάδας είναι το 1/5 της παραγωγής της Ιταλίας (βασικής ανταγωνίστριας μας στη μεσογειακή αγορά), εκτιμήσαμε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει αντίστοιχο σχετικό μέγεθος στις διεθνείς αγορές (σήμερα είναι στο 1/6).
Συνεπώς, οι ελληνικές εξαγωγές θα μπορούσαν να διεκδικήσουν το δυνητικό μερίδιο τους στη μεσογειακή αγορά τροφίμων, προσφέροντας έτσι στην ελληνική οικονομία επιπλέον 1,2 δισ. ευρώ ετησίως.