Προβληματισμός επικρατεί στον αμπελοοινικό τομέα καθώς σύμφωνα με στοιχεία που απέστειλε στην Κομισιόν το τμήμα Αμπέλου Οίνου και Αλκοολούχων Ποτών, του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τα αποθέματα οίνου στη χώρα μας, την 31η Ιουλίου ανερχόταν σε 3.117.801 χιλιόλιτρα.
Όπως υπογραμμίζει σε ανακοίνωσή της η Κεντρική Συνεταιριστική Ένωση Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ) η αύξηση του όγκου για το 2020, σε σχέση με την περασμένη χρονιά ανέρχεται σε 81,19%, και χαρακτηρίζεται ως ο υψηλότερος όλων των εποχών.
Σημειώνεται πως η καταγραφή των αποθεμάτων πραγματοποιήθηκε πριν από το μέτρο της Απόσταξης Κρίσης, οπού και οδηγήθηκαν για απόσταξη περί τα 340.428 χιλιόλιτρα οίνου.
Σύμφωνα με επιμέρους ανάλυση που πραγματοποίησε η ΚΕΟΣΟΕ διακρίνεται πως «την μεγαλύτερη αύξηση αποθεμάτων κατέγραψαν οι οίνοι με ΠΓΕ (176,23%) ακολουθούμενους από τους ποικιλιακούς οίνους (64,76%), τους οίνους χωρίς Γεωγραφική Ένδειξη (53,60%) και τέλος τους οίνους με ΠΟΠ που κατέγραψαν ελάχιστη αύξηση (1,98%)».
«Πολλά οινοποιεία δεν απέσταξαν δεδομένου ότι οι τιμές της απόσταξης ήταν χαμηλότερες του κόστους παραγωγής οίνων» αναφέρει η Κεντρική Συνεταιριστική Ένωση Αμπελοοινικών Προϊόντων.
Όπως εκτιμά η ΚΕΟΣΟΕ το υψηλό επίπεδο των αποθεμάτων οίνου ήταν ένας από τους βασικούς λογούς μείωσης της τιμής στα σταφύλια σε όλη την επικράτεια.
Χαρακτηριστικό είναι πως από τον συνολικό όγκο των αποθεμάτων, το 91,34% καταγράφηκε στις δεξαμενές των οινοποιείων και το 8,66% στο εμπόριο.
Αύξηση κατά 83,56%, σε σχέση με το 2019 καταγράφηκε τη φετινή χρονιά στα αποθέματα που βρίσκονταν στις δεξαμενές των οινοποιείων, ενώ τα αντίστοιχα στο εμπόριο κατά 59,76%, με συνολική αύξηση των αποθεμάτων (παραγωγή και εμπόριο) κατά 81,19% (3.117.801 χιλιόλιτρα το 2020 έναντι των 1.720.724 χιλιόλιτρων το 2019).
Τέλος, η Κεντρική Συνεταιριστική Ένωση Αμπελοοινικών Προϊόντων κρούει τον κώδωνα του κινδύνου πως αν στα παραπάνω στοιχεία συνυπολογιστεί «και η παραγωγή οίνων από τον πρόσφατο τρυγητό που εκτιμάται ότι θα είναι ελαφρά μικρότερη από την περσινή (2.386.000 HL), γεννάται ευθέως το θέμα της δυνατότητας ρευστοποίησης της διαθέσιμης προσφοράς ποσοτήτων οίνου στην αγορά, με ορατό και τον κίνδυνο δημιουργίας αθέμιτων πρακτικών, αλλά και αντιμετώπισης μιας κρίσης που δεν έχει προηγούμενο».