Tο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) δρομολόγησε νέο έλεγχο, προκειμένου να εξετάσει κατά πόσον η χρηματοδότηση της ΕΕ για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) τις βοηθά να καταστούν ανταγωνιστικότερες και ικανές να ανταποκριθούν στις προκλήσεις του μέλλοντος.
Οι ελεγκτές θα αξιολογήσουν κατά πόσον η στήριξη που παρέχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) εξασφαλίζει μακροχρόνια ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για τις νεοφυείς και αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις.
Επιπλέον θα ελέγξουν κατά πόσον τα κράτη μέλη διοχετεύουν αυτή τη χρηματοδότηση στους σχετικούς δικαιούχους, κατά πόσον αυτά ικανοποιούν τις συναφέστερες ανάγκες, καθώς και κατά πόσον τα χρηματοδοτούμενα έργα παράγουν αποτελέσματα.
Ο εν προκειμένω έλεγχος διενεργείται στο πλαίσιο της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία της COVID-19, η οποία απαιτεί από τις εταιρείες να καταβάλουν πρόσθετες προσπάθειες για την επιβίωσή τους στην αγορά, σε ένα ακόμα δυσκολότερο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Οι ΜΜΕ αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας της ΕΕ και συμβάλλουν στη διάδοση της καινοτομίας σε όλες τις περιφέρειές της, προσφέροντας λύσεις αιχμής σε διάφορες προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή, η αποδοτικότητα των πόρων και η κοινωνική συνοχή. Στόχος της ΕΕ είναι να καταστεί το ελκυστικότερο περιβάλλον παγκοσμίως για την έναρξη και την επέκταση επιχειρήσεων.
Η χρηματοδότηση των ΜΜΕ από το ΕΤΠΑ, την οποία εξετάζουν επί του παρόντος οι ελεγκτές, παρέχει κατά τι λιγότερα από 55 δισεκατομμύρια ευρώ για την τρέχουσα επταετή δημοσιονομική περίοδο (2014‑2020), κατά κύριο λόγο στην Πολωνία (περί τα 11 δισεκατομμύρια ευρώ), και δευτερευόντως στην Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία (μεταξύ 4,5 και 5,5 δισεκατομμυρίων ευρώ σε καθεμία). Αυτό σημαίνει ότι διατίθενται σχεδόν 26 δισεκατομμύρια ευρώ για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ΜΜΕ.
«Σκοπός του ελέγχου μας είναι βοηθήσουμε την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν καλύτερα το ΕΤΠΑ, ώστε οι ΜΜΕ της ΕΕ να καταστούν ανταγωνιστικότερες και ανθεκτικότερες και να προετοιμαστούν καταλλήλως έναντι των μελλοντικών προκλήσεων», δήλωσε ο Pietro Russo, Μέλος του ΕΕΣ και επικεφαλής του ελέγχου.
«Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία λαμβανομένων υπόψη των δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι ΜΜΕ στο πλαίσιο της κρίσης της πανδημίας της COVID-19 και του μείζονος ρόλου που διαδραματίζει η χρηματοδότηση του ΕΤΠΑ για τις νεοφυείς και τις αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις σε ορισμένα κράτη μέλη».
Η πανδημία της COVID-19 και η παγκόσμια οικονομική κρίση που προκάλεσε δυσχέραναν ακόμη περισσότερο την επιβίωση των μικρών επιχειρήσεων στην αγορά, λόγω ενός ακόμη δυσκολότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Η ικανότητά τους να προσαρμοστούν στην κατάσταση αυτή θα εξαρτηθεί όχι μόνο από την τρέχουσα ανταγωνιστικότητά τους, αλλά και από την ανταγωνιστική δυναμική τους. Ωστόσο, οι ΜΜΕ της ΕΕ αντιμετωπίζουν συχνά δυσκολίες με την πρόσβαση σε χρηματοδότηση, την περιορισμένη προσφορά εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, τις υπερβολικές ρυθμίσεις και τη γραφειοκρατία.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, η Επιτροπή έχει ήδη αναλάβει στρατηγικές και ρυθμιστικές πρωτοβουλίες, όπως η «Small business act for Europe» του 2008, η «πρωτοβουλία για τις νεοφυείς και τις αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις» του 2016 και η «στρατηγική για τις ΜΜΕ για μια βιώσιμη και ψηφιακή Ευρώπη» του 2020. Επιπλέον, ο προϋπολογισμός της ΕΕ υποστηρίζει τις ΜΜΕ μέσω επιχορηγήσεων, δανείων και χρηματοδοτικών μέσων σε διάφορους τομείς, όπως η έρευνα, ο πολιτισμός, η συνοχή και η γεωργία, καθώς και μέσω πρωτοβουλιών επενδύσεων για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, όπως οι CRII, CRII+ και REACT-EU, οι οποίες παρέχουν πρόσθετους πόρους από το ΕΤΠΑ, κυρίως με τη μορφή κεφαλαίων κίνησης και στήριξης των επενδύσεων.
Η στήριξη των ΜΜΕ θα εξακολουθήσει να είναι βασικός πυλώνας της πολιτικής συνοχής στο πλαίσιο του επόμενου μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού (2021‑2027). Ως εκ τούτου, οι ελεγκτές θα προβούν και σε μια αρχική αξιολόγηση του σχεδιασμού της στήριξης για τη νέα περίοδο.
Το 2018 οι ΜΜΕ της ΕΕ υπερέβαιναν σε αριθμό τα 25 εκατομμύρια, απασχολούσαν περί τα 98 εκατομμύρια εργαζομένους και παρήγαγαν το 56 % περίπου της συνολικής προστιθέμενης αξίας. Ο αριθμός τους ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο: η Ιταλία έχει τις περισσότερες (3,7 εκατομμύρια), ενώ η Μάλτα τις λιγότερες (28 500). Κατά κεφαλήν, τις περισσότερες (96/1000) έχει η Τσεχική Δημοκρατία και τις λιγότερες (25/1000) η Ρουμανία. Οι περισσότερες ΜΜΕ, άνω των 6 εκατομμυρίων, δραστηριοποιούνται στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο και στον κλάδο των επισκευών μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών.