Ανάπτυξη 2,7% του ΑΕΠ βλέπει το 2021 το Γραφείο Προϋπολογισμού, αλλά… το 4ο τρίμηνο

Βασικό σενάριο για ανάπτυξη 2,7% του ΑΕΠ για το 2021 περιλαμβάνει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για το 4ο τρίμηνο του χρόνου, με δύο εναλλακτικά που προϋποθέτουν πρόσθετη δημόσια δαπάνη 5 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με την έκθεση, το πρώτο τρίμηνο ο ρυθμός μεγέθυνσης θα είναι αρνητικός (υπολογίζεται από το ΓΠΒ ότι η ύφεση του πρώτου τριμήνου θα είναι 7% του ΑΕΠ) και θα γίνει θετικός από το δεύτερο τρίμηνο και μετά. Οι βασικές συνιστώσες που θα διαμορφώσουν την εξέλιξη του συνολικού ΑΕΠ είναι η κατανάλωση (δημόσια και ιδιωτική) και οι καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (διαφορά εξαγωγών από εισαγωγές).

Συμπληρωματικά στο βασικό σενάριο, για ενδεικτικούς κυρίως λόγους αναφέρονται και δύο εναλλακτικά με την ίδια βάση. Μέχρι τώρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας διατέθηκαν 14,7 δισ. σε δημοσιονομικά μέτρα 2020 και 10 δισ. έως τώρα για το 2021 χωρίς στα ποσά αυτά να υπολογίζονται οι εγγυήσεις που δόθηκαν από το δημόσιο.

Στα εναλλακτικά σενάρια του Γραφείου Προϋπολογισμού υπάρχει ως παραδοχή ότι θα υπάρχει πρόσθετη δημοσιονομική παρέμβαση 5 δισ. ευρώ μπορεί να κατευθυνθεί είτε σε μεταβιβάσεις είτε σε δημόσια κατανάλωση. Στην πρώτη περίπτωση ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2021 αυξάνεται κατά μία περίπου ποσοστιαία μονάδα και διαμορφώνεται σε 3,65%, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης ξεπερνάει τις δύο ποσοστιαίες μονάδες και γίνεται 4,84%.

Τα σενάρια αυτά όπως και όλα τα σενάρια για τη εκτίμηση του ΑΕΠ έχει ωα βασικές αβεβαιότητες τον χρόνο που θα απαιτηθεί για να επανέλθει η οικονομία στα επίπεδα προ του κορονοϊού , ο χρόνος του τέλους της πανδημίας και της εξασφάλισης της ανοσίας στην κοινότητας και ένας τρίτος το ύψος της δημοσιονομικής παρέμβασης για το 2021.

Η έκθεση σημειώνει ακόμη τον κίνδυνο αύξησης του ιδιωτικού χρέους που υπολογίζεται στα 242,6 δισ. ευρώ μετά το τέλος της πανδημίας και την λήξη των αναστολών πληρωμών πάνω από 400.000 δανείων συνολικού ύψους 28,3 δισ. ευρώ αλλά και της αδυναμίας επιχειρήσεων και νοικοκυριών να εξυπηρετήσουν αναβαλλόμενες φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές.

Οι επιδόσεις κατά το 2020

Σύμφωνα με την έκθεση το 2020 η ελληνική οικονομία κατέγραψε ετήσια ύφεση 8,2%, έναντι 6,6% στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης. Η ύφεση προήλθε κυρίως από τη μεγάλη μείωση των Εξαγωγών Υπηρεσιών (-43%) και της Ιδιωτικής Κατανάλωσης (-5,2%). Παράλληλα, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών κατέγραψε σοβαρή επιδείνωση της τάξης των 8,4 δις (5,2% του ΑΕΠ) σε σχέση με το 2019, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει αρνητικός στην περιοχή του -2%. Η ανεργία παραμένει σταθερή εξαιτίας των ειδικών μέτρων διατήρησης των θέσεων εργασίας και της μείωσης του εργατικού δυναμικού.

Με την εκτίμηση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές το δωδεκάμηνο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου του 2020 καταγράφει πρωτογενές έλλειμμα 13.960 εκατ. ευρώ που ισοδυναμεί με επιδείνωση 20.434 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του προηγούμενου έτους.

Ο Κρατικός Προϋπολογισμός παρουσιάζει ταμειακό πρωτογενές έλλειμμα 18.195 εκατ. ευρώ, διευρυμένο κατά 23.212 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του 2019. Στην πλευρά των εσόδων, εμφανίζονται μειωμένα τα μη φορολογικά και μη τακτικά έσοδα κατά 1.573 εκατ. ευρώ και τα φορολογικά έσοδα κατά 8.216 εκατ. ευρώ, ενώ τα έσοδα του ΠΔΕ εμφανίζονται αυξημένα κατά 2.684 εκατ. ευρώ.

Στην πλευρά των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού παρατηρείται αύξηση κατά 14.904 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του 2019, η οποία αποδίδεται στην αύξηση των δαπανών ΠΔΕ κατά 5.005 εκατ. ευρώ, και στην αύξηση των πρωτογενών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού κατά 10.350 εκατ. ευρώ, ενώ οι δαπάνες για τόκους μειώθηκαν κατά 451 εκατ. ευρώ.