Φέρτε πίσω τον λιγνίτη

Zougla Newsroom 

Ένα «έγκλημα» σε βάρος των ελληνικών νοικοκυριών και των επιχειρήσεων της χώρας βρίσκεται σε εξέλιξη, καθώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε από τους πρώτους μήνες της εκλογής της να εγκαταλείψει το «εθνικό μας καύσιμο», το «ελληνικό πετρέλαιο» που είναι ο λιγνίτης, και να προχωρήσει βίαια στη χρήση φυσικού αερίου που δεν διαθέτει για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.

Έλα όμως που ξαφνικά και πέρα από τις προβλέψεις ο λιγνίτης έγινε ξανά φτηνότερος από το αέριο. Η ανατροπή που βιώνει από τον Νοέμβριο η αγορά ηλεκτρισμού, με τον λιγνίτη οικονομικότερο του αερίου, είναι όντως αξιοσημείωτη. Πρόσκαιρη απαντούν κυβερνητικοί παράγοντες, αλλά δεν μπορούν να αιτιολογήσουν γιατί δεν επιστρέφει η χώρα στη χρήση του λιγνίτη, έστω πρόσκαιρα και μέχρι να ομαλοποιηθεί η κατάσταση ή να αναπτυχθούν με μεγαλύτερη ταχύτητα οι Ανανεώσιμες Πηγές.

Για τους περισσότερους η κοινή λογική επιτάσσει οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ να παραμείνουν ανοιχτές. Κι ακόμη δεν έχει διακοπεί η ροή του ρωσικού αερίου.

Άλλες χώρες έχουν ήδη επιστρατεύσει τον άνθρακα απέναντι στην κρίση και η Ελλάδα που κατέχει τη δεύτερη θέση σε αποθέματα στην ΕΕ ακόμη το… σκέφτεται.

Τα στοιχεία, που δίνει η ανατροπή από τον Νοέμβριο στην αγορά ηλεκτρισμού με τον λιγνίτη οικονομικότερο του αερίου, είναι όντως αξιοσημείωτη, ακόμη και εάν πρόκειται για ένα εντελώς παροδικό φαινόμενο.

Μια λιγνιτική μεγαβατώρα κοστίζει πλέον γύρω στα 150 ευρώ, έναντι 200 ευρώ μιας μεγαβατώρας από φυσικό αέριο.

Μπορεί πράγματι από το 2023 να αποκλιμακωθούν – όπως εκτιμάται – οι χονδρεμπορικές τιμές και ο λιγνίτης να καταστεί και πάλι βαθιά ζημιογόνος.

Έχει υπολογιστεί ότι σε συνθήκες «κανονικότητας» των χονδρεμπορικών αγορών θα μπορεί να ανακτήσει τα κόστη της, μόνον εφόσον οι τιμές των δικαιωμάτων δεν ξεπερνούν τα 45 ευρώ/τόνος. Σήμερα, όμως, αυτά κινούνται σχεδόν στα 100 ευρώ.

Γιατί λοιπόν η Ελλάδα τρέχει τόσο γρήγορα την απολιγνιτοποίηση σε σχέση με τη Βόρεια Ευρώπη; Ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως η Γερμανία, επέλεξαν μια πιο αργή απανθρακοποίηση (2030), άρα θα έπρεπε και η Ελλάδα να ακολουθήσει το ίδιο παράδειγμα, αντί να θέτει ως ορόσημο το 2023.

Στον χιονιά του Ιανουαρίου, για παράδειγμα, όπως και στους καύσωνες του καλοκαιριού οι λιγνιτικές μονάδες δούλεψαν στο φουλ, παροπλισμένα μηχανήματα επισκευάστηκαν, «ρεζέρβες» ρίχτηκαν στη μάχη, ωστόσο το «έγκλημα» έχει σχεδόν συντελεστεί και σε καμία περίπτωση το κάποτε εθνικό μας καύσιμο δεν κάλυψε πάνω από το 20% της συνολικής ζήτησης. Το 2021, έκλεισε με τη λιγνιτική παραγωγή να αντιπροσωπεύει μόλις το 9% της συνολικής παραγωγής στο ελληνικό σύστημα. Όταν πριν από μια 10ετία, το 2011, το μερίδιο του λιγνίτη στην κάλυψη της ζήτησης ήταν 53,2% ή αλλιώς 5,3TWh, πέρυσι διαμορφώθηκε σε μόλις 5.341 Gwh. Η παραγωγή λιγνίτη υποχώρησε περαιτέρω πέρυσι κατά 382 Gwh ή αλλιώς σε ποσοστό 6,7% σε σχέση με το 2020. Το κενό στην παραγωγή λιγνίτη καλύφθηκε ως επί το πλείστον από τις μονάδες φυσικού αερίου, οι οποίες κάλυψαν πέρυσι το 40% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρισμού στην Ελλάδα ή αλλιώς 20.873 Gwh. Σε σχέση με το 2020, η παραγωγή των μονάδων αερίου κατέγραψε αύξηση της τάξης του 17,2%. Σημαντική αύξηση κατέγραψε και η παραγωγή των ΑΠΕ, η οποία ενισχύθηκε κατά 16,2% ή αλλιώς κατά 2.393 GWh. Οι ΑΠΕ κάλυψαν το 20% της συνολικής παραγωγής (10.458GWh). Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι αν δεν ήταν οι ΑΠΕ στη χώρα μας, η χονδρεμπορική του ρεύματος θα ήταν 83 ευρώ/MWh υψηλότερη, σύμφωνα με μελέτη του ΑΠΘ. Χωρίς τη συνδρομή των ΑΠΕ, καμία ημέρα του Δεκεμβρίου η τιμή δεν θα είχε πέσει κάτω από τα 243,37 ευρώ ανά μεγαβατώρα, έναντι των 235,.38 ευρώ που έκλεισε η αγορά τον Δεκέμβριο.

Ιστορική αναδρομή

Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την εκμετάλλευση λιγνιτικών κοιτασμάτων στη χώρα ξεκίνησε στο Αλιβέρι (Εύβοια) το έτος 1873. Οι επιφανειακές και υπόγειες εγκαταστάσεις εξόρυξης καταστράφηκαν το έτος 1897, εξαιτίας πλημμύρας. Η εκμετάλλευση ξανάρχισε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το έτος 1922, η ετήσια παραγωγή έφθασε τους 23.000 τόνους και διατηρήθηκε έως το έτος 1927. Το επόμενο έτος έπαυσε προσωρινά η λειτουργία των ορυχείων για οικονομικούς λόγους.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανάγκη εξηλεκτρισμού της χώρας οδήγησε στην απόφαση κατασκευής ατμοηλεκτρικού σταθμού στο Αλιβέρι. Στις 19 Μαΐου 1951, υπεγράφη σύμβαση μεταξύ της ΔΕΗ και του Γερμανικού οίκου PH.HOLZMANN A.G, υπεργολάβου της εταιρείας PIERCE MANAGEMENT INC σύμφωνα με την οποία, θα εκτελούσε τις εργασίες για τις επιφανειακές εγκαταστάσεις στο Λιγνιτορυχείο Αλιβερίου καθώς και τη διάνοιξη και όρυξη φρεάτων βάθους 115 μέτρων, στοών μήκους 1.750 μέτρων και υπόγειου αντλιοστασίου.

Επίσημα, η ελληνική διοίκηση της ΔΕΗ ανέλαβε τη διεύθυνση του Λιγνιτορυχείου την 21η Μαΐου 1954. Έκτοτε ξεκίνησε η συστηματική και εντατική εκμετάλλευση των λιγνιτικών κοιτασμάτων τόσο με υπόγειες όσο και με επιφανειακές εξορύξεις σε μία επιφάνεια έκτασης 1.700 περίπου στρεμμάτων, με την εγκατάσταση εξοπλισμού και μηχανημάτων και την εφαρμογή μεθόδων και σχετικής τεχνολογίας, πρωτοποριακών και μοναδικών για την εποχή εκείνη στον ελλαδικό χώρο, δημιουργώντας έτσι το πρώτο παραγωγικό σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας.

Το 1981 ολοκληρώθηκε η υπόγεια εκμετάλλευση του λιγνίτη και λίγο αργότερα, το 1988, περατώθηκαν και οι εργασίες επιφανειακής εκμετάλλευσης, η οποία είχε ξεκινήσει το 1975. Συνολικά από τα υπόγεια έργα του Ορυχείου Αλιβερίου εξορύχτηκαν 14,7 εκ. τόνοι και από την επιφανειακή εκμετάλλευση 3,9 εκ. τόνοι λιγνίτη.

Το μεγαλύτερο όμως Λιγνιτικό Κέντρο της Χώρας αναπτύχθηκε στην ευρύτερη περιοχή Κοζάνης  – Πτολεμαΐδας –Φλώρινας με την ανάπτυξη επιφανειακών Ορυχείων (Κύριου Πεδίου, Πεδίου Καρδιάς, Νότιου Πεδίου, Πεδίου Αμυνταίου, Αχλάδας και Κλειδιού). Οι πρώτες συστηματικές έρευνες για τον εντοπισμό και αξιολόγηση των λιγνιτών στην περιοχή αυτή άρχισαν μετά το έτος 1938. Το έτος 1955 ιδρύθηκε η εταιρεία ΛΙΠΤΟΛ, με αντικείμενο την εκμετάλλευση του λιγνίτη και τη χρησιμοποίησή του για την παραγωγή μπρικετών, αζωτούχων λιπασμάτων, ημικώκ και ηλεκτρικής ενέργειας. Το έτος 1959, το 90% των μετοχών της ΛΙΠΤΟΛ περιήλθαν στη ΔΕΗ, ενώ το έτος 1975 οι δύο εταιρείες συγχωνεύθηκαν. Από την έναρξη της λειτουργίας των Ορυχείων το έτος 1957, η παραγωγή λιγνίτη παρουσίασε σημαντική αύξηση. Συγκεκριμένα, από 1,4 εκ. τόνους (1960), ανήλθε σε 11,7 εκ. τόνους το έτος 1975,  27,3 εκ. τόνους το έτος 1985, και σε 55,8 εκ. τόνους το έτος 2002 (μέγιστη παραγωγή). Η παραγωγή διατηρήθηκε  στο ύψος των 50 εκ. τόνων ετησίως έως το έτος 2012, οπότε ξεκίνησε η σταδιακή πτώση της (Σχήμα 2). Το έτος 2020, η παραγωγή λιγνίτη από τα Ορυχεία της περιοχής του Λιγνιτικού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας (ΛΚΔΜ) ήταν 10,3 εκ. τόνοι.

Το δεύτερο σημαντικό Λιγνιτικό Κέντρο της Χώρας αναπτύχθηκε στην περιοχή της Μεγαλόπολης Αρκαδίας, επίσης με επιφανειακά Ορυχεία (Θωκνίας, Χωρεμίου, Κυπαρισσίων και Μαραθούσας). Το λιγνιτικό κοίτασμα Μεγαλόπολης μελετήθηκε για πρώτη φορά το έτος 1957 και τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά. Η εκμετάλλευση του κοιτάσματος στην περιοχή ξεκίνησε το έτος 1970 και αποτέλεσε μία ιδιαίτερη περίπτωση σε παγκόσμιο επίπεδο, διότι για πρώτη φορά είχε γίνει εξόρυξη και χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας λιγνίτης τόσο χαμηλής ποιοτικής στάθμης. H ετήσια παραγωγή λιγνίτη από 4,1 εκ. τόνους το 1971, σταδιακά ανήλθε σε 14,5 εκ. τόνους το έτος 2002 (μέγιστη παραγωγή). Η παραγωγή διατηρήθηκε  στο ύψος των 13-14 εκ. τόνων ετησίως έως το έτος 2008, οπότε ξεκίνησε μικρή σταδιακή πτώση. Την πενταετία 2015-2019, η παραγωγή κυμάνθηκε στο επίπεδο των 6-8 εκ. τόνων ετησίως. Το έτος 2020 η παραγωγή λιγνίτη από τα ορυχεία Μεγαλόπολης ήταν 2,8 εκ. τόνοι.

Απολιγνιτοποίηση 

Τα τελευταία έτη, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη έχει μειωθεί σημαντικά, κυρίως λόγω της σημαντικής αύξησης της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Σύμφωνα με το ισχύον Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ, ΚΥΣΟΙΠ/4/31.12.2019, ΦΕΚ 4893/Β’/31.12.2019), η απολιγνιτοποίηση της χώρας θα διαρκέσει το αργότερο έως το έτος 2028, με τα νεότερα όμως δεδομένα προβλέπεται ενωρίτερη παύση της λιγνιτικής παραγωγής.

Η ραγδαία μείωση της παραγωγής λιγνίτη σχετίζεται, συνεπώς, με τις δυσμενείς συνθήκες αγοράς και την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων. Ήδη, έχουν οριστικά τεθεί εκτός λειτουργίας και αποσυρθεί τα παρακάτω μέσα παραγωγής (8/2021):

  • Μονάδα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV ΑΗΣ Πτολεμαΐδας
  • Μονάδα Ι και ΙΙ ΑΗΣ ΛΙΠΤΟΛ
  • Μονάδα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV ΑΗΣ Αλιβερίου
  • Μονάδα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ ΑΗΣ Κερατέας – Λαυρίου
  • Μονάδα 8 και 9 ΑΗΣ Αγίου Γεωργίου
  • Μονάδα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και IV ΑΗΣ Καρδιάς
  • Μονάδα Ι και ΙΙ ΑΗΣ Αμυνταίου – Φιλώτα
  • Ορυχείο Πεδίου Αμυνταίου
  • Ορυχείο Πεδίου Καρδιάς

και έως το τέλος του 2023 θα διακοπεί και η παραγωγική λειτουργία των Ορυχείων Μεγαλόπολης

Θέρμανση και καύσιμα απειλούν την κυβέρνηση – Κρύβονται πίσω από τον προϋπολογισμό για να μη μειώσουν τις τιμές

Το βασικό μέτωπο που δοκιμάζει την κυβέρνηση αυτή την περίοδο είναι το κόστος ενέργειας, που λόγω και της ουκρανικής κρίσης δείχνει να μην σταθεροποιείται έστω στα πολύ υψηλά επίπεδα των προηγουμένων εβδομάδων, αλλά να δείχνει έντονη τάση αύξησης παρά το ότι πλησιάζουμε στο τέλος του χειμώνα.

Το ηλεκτρικό ρεύμα «καίει», κυρίως, λόγω των ρυθμιζόμενων χρεώσεων και των αναπροσαρμογών έχοντας φέρει σε κατάσταση απελπισίας το σύνολο των καταναλωτών, ακόμη κι εκείνους που διατηρούν ρολόι χωρίς να κατοικείται ο χώρος.

Οι τιμές της βενζίνης, εξαιτίας της διαρκούσης ενεργειακής κρίσης, έχουν εκτοξευτεί στην Ελλάδα κοντά στα 1,90 ευρώ το λίτρο και οι προβλέψεις δεν είναι ευοίωνες με δεδομένα τα γεγονότα στην Ουκρανία.

Μετά το διάγγελμα Πούτιν, οι διεθνείς αγορές πετρελαίου κινήθηκαν ανοδικά. Το πετρέλαιο Μπρεντ βρίσκεται στα 95 με 96 δολάρια το βαρέλι, σημαδεύοντας τα 100 δολάρια.

Το φυσικό αέριο TTF στο ολλανδικό hub κινείται ελαφρώς ανοδικά ξανά προς τα 80 ευρώ/MWh, για την ακρίβεια βρίσκεται στα επίπεδα των 77 με 78 ευρώ/MWh μετά από μία μεγάλη περίοδο αποκλιμάκωσης.

Σύμμαχος για Ελλάδα και Ευρώπη είναι οι καιρικές συνθήκες. Ο χειμώνας υποχωρεί και οι ανάγκες για θέρμανση μειώνονται. Άρα, ένα μέρος των ποσοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου θα περιοριστεί στις παραγγελίες. Και άρα, κι ένα κόστος για νοικοκυριά κι επιχειρήσεις θα εξαφανιστεί.

Ωστόσο, η Άνοιξη έρχεται και οι μετακινήσεις αυξάνονται, ενώ και η βιομηχανική παραγωγή βρίσκεται σε ανάκαμψη μετά το τέλος της πανδημίας. Επομένως, σε πρώτη ζήτηση θα βρίσκονται τα καύσιμα κίνησης και το φυσικό αέριο.

Αλλά και οι τιμές ηλεκτρικού ρεύματος, αν και εμφάνιζαν τάσεις αποκλιμάκωσης κάτω από τα 200 ευρώ/MWh, εντούτοις η πιθανότητα έκρηξης των τιμών του φυσικού αερίου θα τις απογειώσει ξανά. Μαζί και τους λογαριασμούς ρεύματος. Να σημειωθεί ότι, για την ηλεκτροπαραγωγή το κυρίαρχο καύσιμο στο ενεργειακό μίγμα με 40% είναι το φυσικό αέριο. Για πολλούς είναι προφανής η ανάγκη η άμεση συνολική αύξηση της παραγωγής ρεύματος με βάση τα λιγνιτικά αποθέματα, η χρήση των οποίων, λόγω ρύπων, ουσιαστικά έχει μειωθεί σημαντικά και σε ορισμένες περιπτώσεις έχει μειωθεί.

Η έκτακτη συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ

Το ενεργειακό πρόβλημα εξετάστηκε πριν από λίγη ώρα στην έκτακτη σύσκεψη του ΚΥΣΕΑ υπό την προεδρία του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, και τη συμμετοχή του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα.

Το πλέον ακραίο σενάριο είναι η διακοπή παροχής αερίου στην Ευρώπη. Σε αυτή την περίπτωση, για να επηρεαστεί η Ελλάδα θα πρέπει να παύσει η προμήθεια μέσω του αγωγού που διασχίζει την Τουρκία (TurkStream) και τη Βουλγαρία.

Στη σύσκεψη του ΚΥΣΕΑ εξετάστηκαν οι εναλλακτικές που υπάρχουν τη δεδομένη περίοδο, καθώς, το ρωσικό αέριο καλύπτει το 45% των ενεργειακών αναγκών της εσωτερικής αγοράς.

Οι εναλλακτικές είναι η αδιάλειπτη τροφοδοσία των σταθμών αποθήκευσης LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου) του ΔΕΣΦΑ στη Ρεβυθούσα, που φαίνεται ότι είναι πλήρως εφοδιασμένη και για τους επόμενους μήνες. Αν όμως χαθεί… το ρωσικό αέριο, τότε θα χρειαστούν άλλα δύο επιπλέον φορτία LNG τον μήνα να φτάνουν στη Ρεβυθούσα και το θέμα είναι να εξασφαλιστούν εγκαίρως, καθώς όλα τα κράτη-καταναλωτές επιδίδονται στην ίδια προσπάθεια. Για τις τιμές που θα πωλούνται ωστόσο δεν υπάρχει ασφαλής πρόβλεψη.