Η παγκόσμια οικονομία ζει στον ρυθμό του πολέμου στην Ουκρανία και τις συνέπειές του, που ξεκινούν από την εκτόξευση των τιμών των πρώτων υλών και φθάνει μέχρι τις παράπλευρες επιπτώσεις των δυτικών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στην Ρωσία.
Ο γεωπολιτικός αυτός σεισμός είναι επίσης οικονομικός σεισμός: μεγάλες δυτικές εταιρείες ανακοινώνουν την άτακτη αποχώρησή τους από την Ρωσία ή την διακοπή των δραστηριοτήτων τους εκεί, ανησυχία για ελλείψεις τροφίμων πλανάται στον αέρα τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό και κλονίζοντας αγορές και οικονομίες στο στάδιο της ανάκαμψης από τις συνέπειες της πανδημίας.
Εναν μήνα μετά τη έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία:
Πυροδότηση των τιμών των πρώτων υλών
Καθώς η Ρωσία είναι μεγάλος παραγωγός υδρογονανθράκων, οι τιμές έχουν εκτοξευθεί τρελαίνοντας τους μετρητές. Από τα 90 δολάρια τον Φεβρουάριο, το βαρέλι του Brent της Βόρειας Θάλασσας έφθασε στα 139,13 δολάρια στις 7 Μαρτίου – πρωτοφανές μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 – και έκτοτε οι διακυμάνσεις είναι ισχυρές.
Η άνοδος έφθασε μέχρι την αντλία υποχρεώνοντας τις χώρες να λάβουν μέτρα: μείωση φόρου στην Σουηδία, πλαφόν στις τιμές στην Ουγγαρία έκπτωση 15 λεπτών ανά λίτρο στην Γαλλία.
Επιδοτήσεις ανακοινώθηκαν επίσης για τους λογαριασμούς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, το οποίο έφθασε τα 345 ευρώ ανά MWh στην ολλανδική πλατφόρμα συναλλαγών TFF στις 7 Μαρτίου.
Η ενεργειακή της εξάρτηση από την Μόσχα ανάγκασε την Ευρωπαϊκή Ενωση να μην επιβάλει εμπάργκο στους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, αντίθετα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά επιδιώκει, πλέον, την ενεργειακή ανεξαρτησία της από την Μόσχα μέχρι το 2027.
Παρασυρμένες από τις τιμές της ενέργειας, οι τιμές των μετάλλων που παράγονται μαζικά στην Ρωσία -νικέλιο, αλουμίνιο…-εκτοξεύθηκαν επίσης σε πρωτοφανή επίπεδα, προκαλώντας αύξηση του κόστους παραγωγής.
Η διατάραξη των εφοδιαστικών αλυσίδων, κυρίως στον τομέα του αυτοκινήτου, επέστρεψε. Για παράδειγμα η γαλλική Renault, με μεγάλη παρουσία στην Ρωσία μέσω του ομίλου AvtoVaz, αναγκάσθηκε να διακόψει την παραγωγή στα εργοστάσια της Γαλλίας, λόγω έλλειψης μικροτσίπ, αλλά και ανταλλακτικών που προέρχονται από την Ουκρανία.
Απειλές για την διατροφική ασφάλεια
Για «τυφώνα λιμών» προειδοποιεί ο ΟΗΕ. «Ο πόλεμος στην Ουκρανία σημαίνει πείνα στην Αφρική», σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η σύρραξη αφορά δύο γεωργικές υπερδυνάμεις, την Ρωσία και την Ουκρανία, που διασφαλίζουν το 20% των παγκόσμιων εξαγωγών σιτηρών. Κατά συνέπεια, η εκτόξευση των τιμών των σιτηρών και των ελαίων ήταν άμεση.
Ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών για τα Τρόφιμα και την Γεωργία (FAO) ανακοίνωσε ότι φοβάται πως 8 έως 13 εκατομμύρια άνθρωποι επιπλέον είναι πιθανόν να υποφέρουν από υποσιτισμό στον κόσμο αν διαρκέσει ο πόλεμος.
Μέχρι σήμερα, οι προβλέψεις είναι στο κόκκινο: κανένα πλοίο δεν αποπλέει πλέον από την Ουκρανία, όπου η ανησυχία συγκεντρώνεται πλέον στην σπορά της άνοιξης, η οποία ανακοινώθηκε ότι θα είναι μειωμένη κατά 25% έως 40%.
Και αν, για το σιτάρι, η παραγωγή των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ινδίας και της Ευρώπης μπορεί εν μέρει να υποκαταστήσει τις ελλείψεις, το ζήτημα είναι πιο πολύπλοκο με το ηλιέλαιο και το αραβοσιτέλαιο, για τα οποία η Ουκρανία είναι ο πρώτος και ο τέταρτος εξαγωγές παγκοσμίως αντίστοιχα.
Αγορές σε πυρετό και το φάσμα της ρωσικής χρεοκοπίας
Το 2022 είχε ξεκινήσει με ενθουσιασμό, με τα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων να δείχνουν ανάκαμψη μετά την πανδημία. Δυστυχώς, ο πόλεμος και ο ποταμός αβεβαιότητας που τον συνοδεύει έπληξαν τις αγορές. Για παράδειγμα ο δείκτης του χρηματιστηρίου του Παρισιού, ο CAC 40, έπεσε κατά 3% σε διάστημα ενός μηνός.
Στην Ρωσία, οι δυτικές κυρώσεις παρέλυσαν μέρος του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος και προκάλεσαν την πτώση του ρουβλίου, μέχρι τα 177 ρούβλια αν δολάριο στις 7 Μαρτίου (έναντι 75 ρουβλίων ανά δολάριο στις αρχές του Φεβρουαρίου). Τα ρωσικά αποθέματα στο εξωτερικό ύψους, 300 δισεκατομμυρίων, έχουν παγώσει.
Η επιβολή των μέτρων αυτών οδήγησε σε ανησυχία στην Ρωσία για στάση πληρωμών, για πρώτη φορά από το 1998, ενώ το χρηματιστήριο της Μόσχας ανέστειλε την λειτουργία του επί τρεις εβδομάδες και δεν άνοιξε παρά μερικώς την Δευτέρα.
Μέχρι σήμερα, η ρωσική οικονομία, την οποία η ρωσική ηγεσία προσπάθησε να σταθεροποιήσει κατά την τελευταία δεκαετία, δεν έχει καταρρεύσει. Και ο φόβος στάσης πληρωμών κάπως απομακρύνθηκε αφού η Μόσχα αποπλήρωσε την περασμένη εβδομάδα χρέος 117 εκατομμυρίων δολαρίων που συνδεόταν με δύο ομόλογα. Ωστόσο, το επόμενο δίμηνο έρχεται η λήξη νέων προθεσμιών.
Δυτικές εταιρείες στην θύελλα
Πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε δουλειές με την Ρωσία σαν να μην τρέχει τίποτε;
Μπροστά στο σοκ της 24ης Φεβρουαρίου, εκατοντάδες δυτικές εταιρείες ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους ή το πάγωμα των δραστηριοτήτων τους. Εκούσες – άκουσες, ανάμεσα στον φόβο για κυρώσεις, πολιτικές πιέσεις ή την πίεση της κοινής γνώμης.
Το σύνθημα δόθηκε από τις μεγάλες εταιρείες, από την βρετανική BP, τις αμερικανικές McDonald's και Coca-Cola και μέχρι την σουηδική Ikea. Σε απάντηση, ο Βλαντίμιρ Πούτιν άφησε τα πλανάται η απειλή της εθνικοποίησης.
Αντίθετα, άλλες εταιρείες δικαιολόγησαν την συνέχιση των δραστηριοτήτων τους επικαλούμενες την κοινωνική τους υπευθυνότητα – για να μην εγκαταλείψουν τους εργαζόμενούς τους ή να μη στερήσουν τον ρωσικό πληθυσμό από τα πρώτης ανάγκης προϊόντα τους.
Φρένο στην ανάπτυξη
Οι συνέπειες θα υπάρξουν, αλλά οι διαστάσεις τους είναι άγνωστες. Ο ΟΟΣΑ προβλέπει μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε παγκόσμια κλίμακα. Το ΔΝΤ θα αναθεωρήσει προς τα κάτω την πρόβλεψή του για την οικονομική ανάπτυξη, που σήμερα είναι 4,4% για το 2022.
Η πιο απαισιόδοξη πρόβλεψη προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα που εξέφρασαν στις 18 Μαρτίου βαθιά ανησυχία προβλέποντας επιβράδυνση της ανάπτυξης, διατάραξη των εμπορικών συναλλαγών και ιδιαίτερα σφοδρές συνέπειες για τους φτωχότερους και τους πλέον ευάλωτους.
Χωρίς να προβλέπουν μεγάλης κλίμακας ύφεση, οι ειδικοί προειδοποιούν για την απειλή του στασιμοπληθωρισμού. Διότι ο πόλεμος πυροδοτεί τον πληθωρισμό που εμφανίσθηκε μετά την πανδημία.
Είναι η αρχή ενός φαύλου κύκλου; «Ο πληθωρισμός αυτός θα αναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες να αντιδράσουν αυξάνοντας τα επιτόκιά τους – μερικές το έχουν ήδη κάνει – πράγμα κακό για την ανάπτυξη», δήλωσε στο AFP η επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης Μπεάτα Γιάβορτσικ.