Σύνταξη – Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Ο κορωνοϊός μεγιστοποίησε τις απειλές που συνοδεύουν τον ρόλο της χώρας ως οικονομική υπερδύναμη.
Η Κίνα έπαιξε κεντρικό ρόλο στην ιστορία της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία 30 χρόνια, αλλά τώρα βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Πάνω από δύο χρόνια μετά την ανακάλυψη των πρώτων κρουσμάτων κορονοϊού στη Γουχάν, η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου δεν δείχνει να μπορεί ακόμη να ξεπεράσει τον ιό. Δρακόντεια lockdown έχουν επιβληθεί σε πολλές πόλεις, διότι τα κινεζικά εμβόλια είναι λιγότερο αποτελεσματικά από αυτά που διατίθενται στη Δύση καθώς και τα επίπεδα ανοσίας του πληθυσμού είναι επίσης χαμηλότερα.
Η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται – όχι μόνο λόγω των σκληρών περιορισμών στους οποίους επέμεινε ο Πρόεδρος Xi Jinping. Τα ελαττώματα του οικονομικού μοντέλου της Κίνας, σε συνδυασμό με ένα πιο εχθρικό γεωπολιτικό κλίμα σημαίνουν ότι οι μέρες της εκρηκτικής επέκτασης έχουν τελειώσει.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο ή τη ζώνη του ευρώ, η Κίνα δεν αντιμετωπίζει το πληθωριστικό πρόβλημα που πρόσφατα ώθησε τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν (ή να σκεφτούν να αυξήσουν) τα επιτόκια. Αντίθετα, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας χαλαρώνει την πολιτική της για να τονώσει την πιστωτική ανάπτυξη. Οι αρχές θα προσπαθήσουν να ξοδέψουν χρήμα, σε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν τα προβλήματα.
Η ανάδειξη της Κίνας ως οικονομικής υπερδύναμης αναγνωρίστηκε, τελικά, στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-09. Καθώς οι τράπεζες τους δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσουν κανονικά, οι ΗΠΑ αδυνατούσαν να αναλάβουν το παραδοσιακό τους καθήκον να βγάλουν την παγκόσμια οικονομία από την ύφεση. Αντίθετα, ο ρόλος της ατμομηχανής πήγε στην Κίνα, η οποία παρείχε μια διπλή ώθηση στην οικονομία της μέσω των δημόσιων επενδύσεων και της πιστωτικής της επέκτασης. Η Κίνα αναπτύχθηκε με διψήφιους ρυθμούς, απορροφώντας αγαθά από τη Γερμανία και την Ιαπωνία.
Αυτή η πολιτική είχε όμως κόστος – ένα οικονομικό και ένα πολιτικό. Το οικονομικό κόστος ήταν ότι η χώρα δημιούργησε ένα κολοσσιαίο ποσό χρέους, το οποίο τροφοδότησε μια έκρηξη ακινήτων. Το μη χρηματοοικονομικό χρέος ως μερίδιο της ετήσιας παραγωγής της οικονομίας (ακαθάριστο εγχώριο προϊόν) έχει υπερδιπλασιαστεί από τα επίπεδα προ παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, στο 290% του ΑΕΠ. Τα γνωστά προβλήματα του κολοσσού των ακινήτων Evergrande, τόνισαν την ευπάθεια της οικονομίας σε μια κρίση χρέους.
Το πολιτικό κόστος ξεκίνησε σαν θέμα αντίληψης: ο φόβος στις ΗΠΑ ότι η Κίνα ήταν απειλή για την αμερικανική οικονομική ηγεμονία. Η Ουάσιγκτον είχε ανησυχήσει τη δεκαετία του 1980 για την απειλή που έθετε η Ιαπωνία, αλλά η Κίνα αποδείχτηκε ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο. Αρχικά, η εκτίμηση στην Ουάσιγκτον ήταν ότι όσο η Κίνα γινόταν πλουσιότερη, τόσο το πολιτικό της σύστημα θα γινόταν πιο δημοκρατικό. Η σκληροπυρηνική προσέγγιση του Xi για κάθε διαφωνία, έχει απομακρύνει τους πολιτικούς αναλυτές των ΗΠΑ από αυτήν την ιδέα. Ως αποτέλεσμα, η διαδικασία παγκοσμιοποίησης πρώτα σταμάτησε και στη συνέχεια πήρε αντίστροφη πορεία. Οι ΗΠΑ έγιναν (υπερ)προστατευτικές υπό τον Trump και ενθάρρυναν τις εταιρείες να επαναφέρουν την παραγωγή τους στην πατρίδα τους. Οι καταγγελίες για την πειρατεία διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας από κινέζους και την κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας έγιναν ολοένα και πιο έντονες. Οι ΗΠΑ άσκησαν πίεση στους συμμάχους τους, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, να απαγορεύσουν τις κινεζικές εισερχόμενες επενδύσεις σε συγκεκριμένους τομείς.
Αυτή η τάση στη συνέχεια ενισχύθηκε από την πανδημία, η οποία έκανε τη Δύση ακόμη πιο επιφυλακτική όσον αφορά την έκθεση σε μεγάλες αλυσίδες εφοδιασμού που ξεκινούν από την Κίνα. Ενώ η Κίνα κάποια στιγμή αναμφισβήτητα θα βγει τελικά από τα lockdown της, οι πρόσφατοι περιορισμοί που έχουν επιβλήθηκαν στη Σαγκάη, το Πεκίνο και σε άλλες πόλεις έχουν αυξήσει τη νευρικότητα. Οι αρχές του 2017, όταν ο Xi εμφανίστηκε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός ως ο υπερασπιστής της παγκοσμιοποίησης, μοιάζουν πολύ μακρυά πλεον.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας φαίνεται βέβαιο ότι θα επιβραδυνθεί. Η ασθενέστερη ανάπτυξη και μια προσέγγιση μηδενικής ανοχής για τον κορονοϊό δημιουργούν τις προϋποθέσεις για έντονη πολιτική διαφωνία – και πολιτικές καταστολές. Τα υποκείμενα προβλήματα της οικονομίας μπορεί να επιδεινωθούν, ειδικά εάν οι αρχές θεωρήσουν ότι η μη ισορροπημένη ανάπτυξη είναι καλύτερη από την απουσία ανάπτυξης. Θα υπάρξουν πολλοί στη Δύση, και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, που θα χαρούν με την ταλαιπωρία της Κίνας. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που να ενώνουν Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους αυτές τις μέρες, αλλά ένα από αυτά είναι η εχθρότητα τους προς το Πεκίνο. Ο εμπορικός πόλεμος του Donald Trump οδήγησε σε μια αισθητή ψύχρανση των σχέσεων, αλλά αυτες παρέμειναν παγωμένες υπό τον Joe Biden.
Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να είναι προσεκτική ως προς το τι επιθυμεί. Η Κίνα είναι μια τεράστια οικονομία και ένα πλήρες οικονομικό κραχ θα ήταν τόσο επιζήμιο για τον κόσμο όσο μια άλλη κρίση ενυπόθηκων δανείων subprime στις ΗΠΑ ή η διάλυση του ευρώ. Υπάρχει, ωστόσο, ένας άλλος λόγος ανησυχίας. Όπως σημειώνει ο Charles Dumas σε έκθεση για τον οικονομικό οίκο TS Lombard, η πλήρης ενσωμάτωση της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρξε βασικός παράγοντας πίσω από τη σταθερή άνοδο των τιμών των μετοχών στη Wall Street.
Ο Dumas λέει ότι τα τελευταία 100 περίπου χρόνια μπορούν να χωριστούν σε δύο μέρη: την περίοδο 1914-91 και τη μεταψυχροπολεμική εποχή. Η πρώτη περίοδος περιλάμβανε δύο παγκόσμιους πολέμους, τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 και τον υψηλό πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970, με μια εναλλακτική στον καπιταλισμό να προσφέρεται πάντα από τον κομμουνισμό. Η δεύτερη περίοδος είδε τον καπιταλισμό να θριαμβεύει έναντι του κομμουνισμού και οι δυτικές εταιρείες να μετακομίζουν στην Κίνα, όπου το κόστος εργασίας ήταν χαμηλότερο. Τα κέρδη αυξήθηκαν και η απόδοση που ζητούσαν οι επενδυτές για να θέσουν τα χρήματά τους σε κίνδυνο μειώθηκε.
Ο «κίνδυνος» στις τρέχουσες αγορές είναι ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, μαζί με τις διαιρέσεις ΗΠΑ – Κίνας και την αποπαγκοσμιοποίηση, προαναγγέλλει ανασφάλεια για τους επενδυτές που απαιτούν μεγαλύτερη απόδοση πραγματικών κερδών σε αυτό που θα μπορούσε να αποδειχθεί ένας νέος ψυχρός πόλεμος μεταξύ της Δύσης και των Κίνα / Ρωσία (τα πρώην κομμουνιστικά, τώρα ολοκληρωτικά κράτη)», λέει ο Dumas.
Υπήρξαν τέσσερις κρίσεις στα χρηματιστήρια τα τελευταία 100 χρόνια: το κραχ της Wall Street το 1929, το σκάσιμο της φούσκας των ιαπωνικών μετοχών το 1991, η κατάρρευση των dotcom μια δεκαετία αργότερα και η παγκόσμια οικονομική κρίση. Τα χρηματιστήρια έχουν υποχωρήσει απότομα τις τελευταίες εβδομάδες και η προσδοκία – όπως πάντα – είναι ότι θα ανακάμψουν. Το γεγονός είναι ωστόσο, ότι ο κόσμος είναι ένα μέρος ακόμη πιο επικίνδυνο από ό,τι ήταν πριν από μόλις λίγο καιρό και η Κίνα είναι ένας μεγάλος λόγος για αυτό.
Πηγη: The Guardian