Ρωσία: Η κυβέρνηση παρακολουθεί προσεκτικά την ενίσχυση του εθνικού νομίσματος

Η ρωσική κυβέρνηση παρακολουθεί προσεκτικά την ενίσχυση του ρουβλίου, δήλωσε σήμερα ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, καθώς η ισοτιμία του ρωσικού νομίσματος απέναντι στο δολάριο έφθασε στις αρχές της εβδομάδας στο υψηλότερο επίπεδό της εδώ και τέσσερα χρόνια.

«Η κυβέρνηση αποδίδει μια ιδιαίτερη σημασία στο θέμα αυτό», δήλωσε ο Ντμίτρι Πεσκόφ.

«Αυτή η διαδικασία συνεχούς ενίσχυσης είναι αδιαμφισβήτητα ένα θέμα που απαιτεί μια ιδιαίτερη προσοχή», υπογράμμισε, λέγοντας πως το θέμα αυτό συζητείται σε «όλες τις συναντήσεις για οικονομικά θέματα.

Η μακροοικονομική σταθερότητα είναι διασφαλισμένη», πρόσθεσε.

Η ισοτιμία του ρωσικού νομίσματος που ήταν γύρω στα 80 ρούβλια για ένα δολάριο και 90 ρούβλια για ένα ευρώ πριν από τις 24 Φεβρουαρίου, όταν εισέβαλαν τα ρωσικά στρατεύματα στην Ουκρανία, στην αρχή σημείωσε μεγάλη πτώση προτού ανακάμψει από τις 9 Μαρτίου.

Χθες Τρίτη, ένα δολάριο ανταλλασσόταν με περίπου 56 ρούβλια, ένα επίπεδο που είχε παρατηρηθεί για τελευταία φορά τον Φεβρουάριο 2018, και το ευρώ με 57,6 ρούβλια, ένα ρεκόρ από το 2015.

Η ρωσική Κεντρική Τράπεζα επέβαλε αυστηρό έλεγχο κεφαλαίων.

Το ρωσικό νόμισμα επωφελήθηκε επίσης από το άνοιγμα λογαριασμών σε ρούβλια από ένα μεγάλο μέρος ξένων εταιριών που αγοράζουν αέριο από τον ρωσικό κολοσσό αερίου Gazprom, παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε πει κατ΄επανάληψη ότι ο μηχανισμός αυτός θα οδηγούσε στην παράκαμψη των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί σε βάρος της Ρωσίας.

Τη Δευτέρα το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε τη μείωση προσεχώς της αναλογίας των εσόδων των Ρώσων εισαγωγέων που πρέπει να μετατρέπουν σε ρούβλια, από το 80% στο 50%, ένδειξη μιας χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων που έθεσαν σε εφαρμογή οι αρχές προκειμένου να αποτρέψουν την κατάρρευση του εθνικού νομίσματος.

Η ενίσχυση του ρουβλίου στερεί στην πραγματικότητα τον προϋπολογισμό από ένα μέρος των εσόδων του και βαραίνει στις εξαγωγές.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν παρουσίασε την ενίσχυση του ρουβλίου ως απόδειξη της αντίστασης της Ρωσίας στις δυτικές κυρώσεις.

Στο μεταξύ, ο πρώτος αντιπρόεδρος της λευκορωσικής κυβέρνησης Νικολάι Σνόπκοφ δήλωσε, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων BelTA, πως οι εξαγωγές της χώρας αναμένεται να σημειώσουν πτώση κατά 30% το 2022 και τα έσοδα από εξαγωγές να μειωθούν έως και 14 δισεκ. ρούβλια λόγω των δυτικών κυρώσεων εναντίον του Μινσκ.

Η Λευκορωσία και η Ρωσία επλήγησαν από κυρώσεις αφότου η Μόσχα έστειλε δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου από το ρωσικό και το λευκορωσικό έδαφος.

Το Μινσκ αποτελεί αντικείμενο σκληρών κυρώσεων από πέρυσι μετά την αναγκαστική προσγείωση ενός αεροσκάφους της Ryanair και τη σύλληψη ενός διαφωνούντα δημοσιογράφου που επέβαινε σε αυτό.

Ο Σνόπκοφ είπε πως οι δυτικές κυρώσεις επηρέασαν άμεσα το 20% της λευκορωσικής οικονομίας, με αποτέλεσμα μια μείωση 2,3% του ΑΕΠ της το πρώτο τρίμηνο.

«Το τελικό σχέδιο της Δύσης είναι να πλήξει το βιοτικό επίπεδο του λαού μας, να προκαλέσει δυσαρέσκεια και κοινωνική ένταση εξασθενίζοντας τις δυνατότητες σημαντικών βιομηχανιών και τομέων της οικονομίας», δήλωσε ο Σνόπκοφ, σύμφωνα πάντα με το BelTA.

Η Δύση επέβαλε κυρώσεις σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας της Λευκορωσίας, περιλαμβανομένων των εξαγωγών ποτάσας.

Ο Λευκορώσος πρωθυπουργός Ρόμαν Γκολοβτσένκο δήλωσε στα μέσα Μαΐου πως οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Λευκορωσία μπλόκαραν ετήσιες εξαγωγές αξίας 16-18 δισεκ. δολαρίων προς τη Δύση.

Ο Σνόπκοφ δήλωσε πως η Λευκορωσία ευελπιστεί να αντισταθμίσει εν μέρει τις οικονομικές της απώλειες με την αύξηση κατά 40% των εξαγωγών προς τη Ρωσία.

Οι εξαγωγές της Λευκορωσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ουκρανία το 2021 ανέρχονταν σε 9,5 δισεκ. και 5,4 δισεκ. δολάρια αντίστοιχα.