Σύνταξη-Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Τα τεράστια αυτά ποσά παρέχουν δύναμη για «αγορά κάθε πολιτικού» και καθυστερούν τη δράση για την κλιματική κρίση, λέει ειδικός του θέματος. Η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου έχει αποδώσει ημερησίως 2,8 δισ. δολάρια καθαρού κέρδους τα τελευταία 50 χρόνια, αποκαλύπτει μια νέα ανάλυση.
Τα τεράστια ποσά που αποκόμισαν τα πετροκράτη και οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων από το 1970 και μέχρι τώρα ανέρχονται σε 52 τρις δολάρια, παρέχοντας τους τη δύναμη να «εξαγοράσουν κάθε πολιτικό, κάθε σύστημα και να καθυστερήσουν τη δράση για την κλιματική κρίση», λέει ο καθηγητής Aviel Verbruggen, συγγραφέας της ανάλυσης. Τα τεράστια κέρδη διογκώθηκαν περαιτέρω από τα καρτέλ χωρών που περιόριζαν τεχνητά την προσφορά.
Η ανάλυση, που βασίζεται σε στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, αξιολογεί το «ενοίκιο» που εξασφαλίζεται από τις παγκόσμιες πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου, που είναι ο οικονομικός όρος για το μη δεδομένο κέρδος που παράγεται μετά την αφαίρεση του συνολικού κόστους παραγωγής.
Η μελέτη δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη σε ακαδημαϊκό περιοδικό, αλλά τρεις ειδικοί στο University College του Λονδίνου, το London School of Economics και το think tank Carbon Tracker επιβεβαίωσαν την ανάλυση ως ακριβή, με έναν ειδικό να αποκαλεί το σύνολο ως «απίστευτο αριθμό». Φαίνεται να είναι η πρώτη μακροπρόθεσμη εκτίμηση των συνολικών κερδών του κλάδου, με τα «ενοίκια» πετρελαίου να παρέχουν το 86% του συνόλου.
Οι εκπομπές από την καύση ορυκτών καυσίμων προκάλεσαν την κλιματική κρίση και συνέβαλαν στην επιδείνωση των ακραίων καιρικών φαινομένων, συμπεριλαμβανομένων των καυσώνων που πλήττουν τις χώρες της Ευρώπης, το Ηνωμένο Βασίλειο και πολλές άλλες χώρες του βορείου ημισφαιρίου. Οι πετρελαϊκές εταιρείες γνώριζαν εδώ και δεκαετίες ότι οι εκπομπές άνθρακα θερμαίνουν επικίνδυνα τον πλανήτη.
«Έμεινα πραγματικά έκπληκτος από τους τόσο υψηλούς αριθμούς – είναι τεράστιοι», λέει ο Verbruggen, οικονομολόγος ενέργειας και περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο της Αμβέρσας και πρώην επικεφαλής συγγραφέας μιας έκθεσης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή. «Είναι ένα τεράστιο χρηματικό ποσό», προσθέτει. «Μπορείς να αγοράσεις κάθε πολιτικό, κάθε σύστημα με όλα αυτά τα χρήματα, και νομίζω ότι αυτό ήδη συνέβη. Προστατεύει (τις χώρες παραγωγής) από πολιτικές παρεμβάσεις που μπορεί να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους».
Τα «ενοίκια» που συλλέγονται από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων δεν είναι προϊόν εργασίας, είναι μη κερδισμένα, συμπληρώνει ο Verbruggen: «Είναι πραγματικό, καθαρό κέρδος. Κατέλαβαν το 1% όλου του πλούτου στον κόσμο χωρίς να κάνουν τίποτα γι' αυτό». Το μέσο ετήσιο κέρδος από το 1970 έως το 2020 ήταν 1 τρις δολάρια, αλλά «περιμένω ότι αυτό θα είναι διπλάσιο το 2022», προσθέτει.
Η αρπαγή κερδών εμποδίζει τη δράση του κόσμου για την κλιματική έκτακτη ανάγκη: «Πραγματικά αφαιρεί χρήματα από τις εναλλακτικές επιλογές. Σε κάθε χώρα, οι άνθρωποι δυσκολεύονται τόσο πολύ να πληρώσουν τους λογαριασμούς φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος καθώς και πετρελαίου (και βενζίνης), που δεν μας περισσεύουν χρήματα για να επενδύσουμε σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας», συνεχίζει ο Verbruggen.
Κάποια από τα «ενοίκια» πηγαίνουν στις κυβερνήσεις ως δικαιώματα, λέει ο καθηγητής Paul Ekins, στο University College του Λονδίνου: «Αλλά, το γεγονός παραμένει ότι, τα τελευταία 50 χρόνια, οι εταιρείες έχουν κερδίσει ένα τεράστιο ποσό χρημάτων παράγοντας ορυκτά καύσιμα – η καύση των οποίων είναι η κύρια αιτία της κλιματικής αλλαγής. Αυτό προκαλεί ήδη ανείπωτη δυστυχία σε όλο τον κόσμο και αποτελεί σημαντική απειλή για τον μελλοντικό ανθρώπινο πολιτισμό», συμπληρώνει.
«Τουλάχιστον αυτές οι εταιρείες θα πρέπει να επενδύουν πολύ μεγαλύτερο μερίδιο των κερδών τους στη μετάβαση σε ενέργεια (χαμηλών εκπομπών άνθρακα) από ό,τι συμβαίνει σήμερα. Μέχρι να το πράξουν, οι ισχυρισμοί τους ότι είναι μέρος της ενεργειακής μετάβασης με χαμηλές εκπομπές άνθρακα είναι από τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα πράσινης πλύσης (greenwashing)», προσθέτει.
Ο Mark Campanale, στο Carbon Tracker, λέει : «Όχι μόνο η κλίμακα αυτών των ενοικίων είναι εντυπωσιακή, αλλά είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, εν μέσω μιας κρίσης κόστους ζωής που προκαλείται από τις τιμές ρεκόρ του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, αυτή η ροή χρημάτων σε ένα σχετικά μικρό αριθμό πετροκρατών και εταιρειών ενέργειας πρόκειται να διπλασιαστεί φέτος. Η στροφή σε ένα ενεργειακό σύστημα ουδέτερου άνθρακα, βασισμένο σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ο μόνος τρόπος για να τερματιστεί αυτή η τρέλα».
Ο Guardian αποκάλυψε τον Μάιο ότι οι μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων στον κόσμο σχεδιάζουν πολλά έργα πετρελαίου και φυσικού αερίου με «βόμβες άνθρακα» – που θα οδηγήσουν το κλίμα να ξεπεράσει τα διεθνώς συμφωνημένα όρια ανόδου θερμοκρασίας με καταστροφικές παγκόσμιες επιπτώσεις. Η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων επωφελείται επίσης από επιδοτήσεις ύψους 16 δισ. δολαρίων την ημέρα, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η ανάλυση του Verbruggen χρησιμοποίησε τα στοιχεία «ενοικίου» πετρελαίου και φυσικού αερίου της Παγκόσμιας Τράπεζας, τα οποία η τράπεζα συγκεντρώνει ανά χώρα και εκφράζεται ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ. Στη συνέχεια, το πολλαπλασίασε με τα δεδομένα του παγκόσμιου ΑΕΠ της Παγκόσμιας Τράπεζας και προσάρμοσε τον πληθωρισμό για να βάλει όλα τα στοιχεία σε δολάρια ΗΠΑ του 2020.
Ο Verbruggen φρονεί ότι, τα πλούσια σε πετρέλαιο κράτη, όπως η Ρωσία και εκείνα του καρτέλ του ΟΠΕΚ, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, διατήρησαν υψηλά τα «ενοίκια» περιορίζοντας την προσφορά: «Αλλάζουν τα θεμελιώδη στοιχεία των αγορών», λέει ο ίδιος. Η στρατιωτική δράση, όπως η υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εισβολή στο Ιράκ το 2003, και η πολιτική δράση, όπως το εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου από το Ιράν, είχαν επίσης αυξήσει τα «ενοίκια», λέει. Εάν όλο το διαθέσιμο πετρέλαιο και φυσικό αέριο μπορούσε να διατεθεί ελεύθερα στην αγορά, η τιμή του συμβατικού πετρελαίου θα ήταν 20-30 δολάρια το βαρέλι, δηλώνει ο Verbruggen, σε σύγκριση με τα περίπου 100 δολάρια, σήμερα.
Υπάρχει πολύ περισσότερο πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα στα υπάρχοντα αποθέματα από όσα μπορούν να καούν εάν ο κόσμος θέλει να περιορίσει την παγκόσμια θέρμανση στους 1,5 C – στόχος που συμφωνήθηκε από τα κράτη στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα το 2015. Ο Campanale, προσθέτει: «για να διατηρηθεί η άνοδος της θερμοκρασίας στους 1,5 C, σημαίνει ότι – οι διεθνείς εταιρείες πετρελαίου – παραιτούνται από πιθανά έσοδα περίπου 100 τρις δολαρίων. Μπορεί να δει κανείς γιατί οι ολιγάρχες του πετρελαίου και τα κράτη που ελέγχονται από πολιτικές ελίτ θέλουν να διατηρήσουν τα «ενοίκια» των ορυκτών καυσίμων, την πηγή της δύναμής τους».
Η May Boeve, επικεφαλής της ομάδας εκστρατείας 350.org, δήλωσε: «Αυτά τα κέρδη επέτρεψαν στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων να καταπολεμήσει όλες τις προσπάθειες αλλαγής των ενεργειακών μας συστημάτων. Πρέπει να διαλύσουμε τέτοια συστήματα «ενοικίασης» και να οικοδομήσουμε το μέλλον μας με βάση την προσβάσιμη και ορθολογικά διανεμημένη ανανεώσιμη ενέργεια που είναι πιο βιώσιμη και δημοκρατική από κάθε άποψη».
Πηγή: The Guardian