«Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 75 μονάδες βάσης. Αυτό το σημαντικό βήμα προωθεί τη μετάβαση από το εξαιρετικά διευκολυντικό επίπεδο των επιτοκίων πολιτικής σε επίπεδα που θα διασφαλίσουν την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%».
Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τη συνέντευξη Τύπου, .
Η κ. Λαγκάρντ είπε ότι με βάση την τρέχουσα αξιολόγηση, αναμένονται νέες αυξήσεις επιτοκίων «κατά τις επόμενες αρκετές συναντήσεις» , έσπευσε ωστόσο να επαναλάβει ότι η νομισματική πολιτική θα επαναξιολογείται τακτικά «υπό το φως των εισερχόμενων πληροφοριών και των εξελισσόμενων προοπτικών για τον πληθωρισμό».
Ανησυχία για τον πληθωρισμό
Η επικεφαλής της ΕΚΤ αιτιολόγησε τη σημερινή απόφαση στον επίμονο πληθωρισμό, εκτιμώντας ότι θα παραμένει πάνω από τον στόχο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, ο πληθωρισμός έφτασε το 9,1 τοις εκατό τον Αύγουστο.
Η άνοδος των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, οι πιέσεις της ζήτησης σε ορισμένους τομείς λόγω του ανοίγματος της οικονομίας και τα σημεία συμφόρησης στην προσφορά εξακολουθούν να αυξάνουν τον πληθωρισμό» υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι οι πιέσεις στις τιμές συνέχισαν να ενισχύονται και να διευρύνονται σε ολόκληρη την οικονομία και ο πληθωρισμός ενδέχεται να αυξηθεί περαιτέρω βραχυπρόθεσμα.
Η κ. Λαγκάρντ επεσήμανε ότι ο πληθωρισμός αναμένεται πλέον να είναι κατά μέσο όρο 8,1% το 2022, 5,5% εκατό το 2023 και 2,3 % το 2024.
Σημαντική επιβράδυνση στην ανάπτυξη
Αναφορικά με την ανάκαμψη τόνισε ότι πρόσφατα στοιχεία δείχνουν σημαντική επιβράδυνση, με την οικονομία να αναμένεται να παραμείνει στάσιμη αργότερα μέσα στο έτος και το πρώτο τρίμηνο του 2023:
«Οι πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας μειώνουν την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων των ανθρώπων και, παρόλο που τα σημεία συμφόρησης στην προσφορά μειώνονται, εξακολουθούν να περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα.
Επιπλέον, η δυσμενής γεωπολιτική κατάσταση, ιδίως η αδικαιολόγητη επιθετικότητα της Ρωσίας προς την Ουκρανία, επιβαρύνει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Αυτή η προοπτική αντικατοπτρίζεται στις τελευταίες προβλέψεις του προσωπικού για την οικονομική ανάπτυξη, οι οποίες αναθεωρήθηκαν σημαντικά προς τα κάτω για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους και καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023. Το προσωπικό αναμένει τώρα ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3,1% το 2022, 0,9% το 2023 και 1,9% το 2024.
Οι διαρκείς ευπάθειες που προκαλεί η πανδημία εξακολουθούν να αποτελούν κίνδυνο για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής μας πολιτικής. Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στην επανεπένδυση των εξαγορών που θα προκύψουν στο χαρτοφυλάκιο προγραμμάτων αγορών έκτακτης ανάγκης της πανδημίας, με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων για τον μηχανισμό μετάδοσης που σχετίζεται με την πανδημία.