«Το ψωμί… ψωμάκι» λέει πλέον η ελληνική οικογένεια και φυσικά δεν πρόκειται για σχήμα λόγου ή για κοινωνική υπερβολή. Οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων καθιστούν το φαγητό δυσβάσταχτη δαπάνη, την οποία το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Η αγορά δείχνει ανεξέλεγκτη και η μοναδική ουσιαστική «άμυνα» των καταναλωτών που δεν ήταν άλλη από την περικοπή δαπανών, δηλαδή φαγητού, δεν μπορεί πλέον να αποδώσει καρπούς.
Οι αυξήσεις στα τρόφιμα καταγράφονται για περισσότερους από 25 μήνες και κινούνται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από τον πληθωρισμό στη χώρα, που βαίνει μειούμενος.
Τι πραγματικά συμβαίνει όμως;
Ποιος είναι λόγος που τα τρόφιμα όχι μόνο είναι ήδη πανάκριβα αλλά συνεχίζουν να ακριβαίνουν;
Όλο και περισσότεροι παρατηρητές της αγοράς, αναλυτές, οικονομολόγοι, αλλά και τμήματα ανάλυσης επενδυτικών οίκων καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι στη χώρα εξελίσσεται όργιο αισχροκέρδειας, που κατορθώνει να επιβάλλει τις τιμές που έχει επιλέξει, παρά τις όποιες προσπάθειες ανάσχεσης των αυξήσεων.
Ούτε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ούτε οι τιμές της ενέργειας, ούτε το κόστος παραγωγής παγκοσμίως, ούτε οι διεθνείς τιμές δικαιολογούν τις ανατιμήσεις στην ελληνική αγορά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, μεταξύ άλλων, είναι η κατηγορία νωπών φρούτων σημείωσε μια τεράστια αύξηση της τάξης του 28,8%, μέσα σε μόλις ένα μήνα (Μάιος-Ιούνιος 2023).
Από εκεί και πέρα, σε ετήσιο επίπεδο σημειώθηκαν ανατιμήσεις 13% σε αναψυκτικά/νερό, 14% στα λαχανικά, 15% στα γαλακτοκομικά, 14% στα λάδια και 9,5% στα δημητριακά.
Πάντως, πολλοί παράγοντες της αγοράς σημειώνουν με νόημα πως ούτε το Market Pass ούτε το «Καλάθι του νοικοκυριού» είναι σε θέση να δημιουργήσουν συνθήκες μείωση των τιμών στα τρόφιμα. Μάλιστα, το δεύτερο κυβερνητικό μέτρο τυγχάνει της αποδοκιμασίας τόσο της βιομηχανίας τροφίμων όσο και του κόσμου του λιανεμπορίου, οι οποίοι ουσιαστικά θα ήθελαν να… καταργηθεί, αλλά δεν βγαίνουν να υποστηρίξουν κάτι τέτοιο δημοσίως.
Σε κάθε περίπτωση και παρά τους όποιους ελέγχους γίνονται, έχουν αρχίσει και πληθαίνουν οι φωνές που κάνουν λόγο για αισχροκέρδεια από ορισμένες πλευρές, η οποία δεν πατάσσεται.
Δυσοίωνες προβλέψεις
Σε υψηλά επίπεδα θα συνεχίσουν να κινούνται οι τιμές των τροφίμων, παρά το γεγονός ότι το επόμενο διάστημα αναμένεται απότομη επιβράδυνση του πληθωρισμού.
Αυτό αναφέρει στην τελευταία έκθεσή της η Capital Economics, σημειώνοντας ότι η ιστορία έχει δείξει πως σπανίως η επιβράδυνση του πληθωρισμού ακολουθείται από αποκλιμάκωση της τιμής των τροφίμων. Εξάλλου, λόγω της αύξησης του εργατικού κόστους η εκτίμηση της εταιρείας αναλύσεων είναι ότι ο πληθωρισμός των τροφίμων στην Ευρωζώνη θα παραμείνει θετικός, παρά την σαφή κάμψη που καταγράφηκε το τελευταίο δίμηνο και η οποία αναμένεται να συνεχιστεί.
Ως προς τις βαθύτερες τάσεις που οδηγούν τον πληθωρισμό στα τρόφιμα, οι αναλυτές υπογραμμίζουν τη σημαντική πτώση στις τιμές των αγροτικών και ενεργειακών εμπορευμάτων. Σε σύγκριση με τα υψηλά που σημείωσαν τον τελευταίο χρόνο, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων έχουν μειωθεί κατά ένα τέταρτο, η τιμή του πετρελαίου brent σε ευρώ (που αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα για το κόστος παραγωγής και μεταφοράς) έχει πέσει κατά ένα τρίτο και οι τιμές χονδρικής του φυσικού αερίου (που επηρεάζουν σημαντικά το κόστος των λιπασμάτων) έχουν σημειώσει βουτιά περίπου 90%.
Όμως η Capital Economics θεωρεί ότι ο πληθωρισμός στα τρόφιμα δεν πρόκειται να μετατραπεί σε αρνητικός, με μείωση των τιμών των τροφίμων για δύο λόγους. Αφενός, ιστορικά ο αποπληθωρισμός στα τρόφιμα στην Ευρωζώνη είναι πολύ σπάνιος.
Από το 1997, όταν άρχισαν να καταγράφονται τα στοιχεία των τιμών στην κατηγορία τροφίμων, ποτών και καπνού, ο σχετικός δείκτης έχει υπάρξει αρνητικός σε ετήσια βάση μόνο 13 από τους συνολικά 327 μήνες. Το χαμηλότερο επίπεδο στο οποίο έχει πέσει ο πληθωρισμός των τροφίμων (σε ετήσια βάση) είναι το -0,4%.
Αφετέρου, το εργατικό κόστος αυξάνεται με γοργό ρυθμό. Και με δεδομένο το ασυνήθιστα υψηλό μερίδιο των παραγωγών τροφίμων που δηλώνουν ότι οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού περιορίζουν την παραγωγή τους, η Capital Economics εκφράζει την εκτίμηση ότι οι ρυθμοί αύξησης των μισθών θα παραμείνουν υψηλοί για κάποιο διάστημα. Αυτό, τονίζει, θα αντισταθμίσει εν μέρει την επίδραση από τη μείωση στις τιμές της ενέργειας και των αγροτικών προϊόντων.