Τα στοιχεία που δημοσιοποιεί κάθε μήνα η Τράπεζα της Ελλάδος για τα επιτόκια δανείων-καταθέσεων αποτυπώνουν λίγο ως πολύ την ίδια εικόνα.
Ενώ τα δάνεια επιβαρύνονται σταθερά με αυξανόμενες δόσεις, τα επιτόκια στις καταθέσεις -ειδικά στους λογαριασμούς ταμιευτηρίου- μοιάζουν «κολλημένα» και δεν δείχνουν να ακολουθούν το κρεσέντο της ΕΚΤ.
Το τελευταίο σχετικό δελτίο έδειξε ότι η «ψαλίδα» άνοιξε περισσότερο στις 5,93 μονάδες, καθώς, ενώ το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των καταθέσεων «κόλλησε» στο 0,46%, το αντίστοιχο των δανείων «σκαρφάλωσε» στο 6,39%. Ακόμα πιο αποκαλυπτική είναι, όμως, η ανάλυση στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, καθώς η ΤτΕ «καρφώνει» και συγκρίνει.
Οι τρεις διαπιστώσεις
Πρώτη διαπίστωση: Το μεσοσταθμικό επιτόκιο στις καταθέσεις προθεσμίας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο, το πρώτο δεκάμηνο του 2023, σε 1,5%, περίπου κατά 140 μονάδες βάσης υψηλότερα έναντι της ίδιας περιόδου του 2022, αλλά στις καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας (λογαριασμοί τρεχούμενοι, όψεως και ταμιευτηρίου) αυξήθηκε οριακά κατά 3 μ.β.!
Δεύτερη διαπίστωση: Καθώς οι αυξήσεις των τραπεζικών επιτοκίων καταθέσεων στην Ελλάδα υπήρξαν πιο περιορισμένες σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν από τα μέσα του 2022 σε επίπεδο χαμηλότερο από το μέσο επιτόκιο της Ευρωζώνης. Ενδεικτικά, στην κατηγορία καταθέσεων προθεσμίας, δηλαδή τις καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια έως 1 έτος, το επιτόκιο που προσφέρεται στην Ελλάδα είναι περίπου κατά 1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο έναντι του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Τρίτη διαπίστωση: Σε πραγματικούς όρους, το επιτόκιο καταθέσεων προθεσμίας για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά διατηρήθηκε σε αρνητικές τιμές, παρά τη θεαματική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Κατά μέσο όρο το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους διαμορφώθηκε σε -2,9%.
Τι φανερώνει η σύγκριση με την Ευρώπη και τον προηγούμενο ανοδικό κύκλο επιτοκίων της ΕΚΤ
Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η ανάλυση της ΤτΕ για το πώς επηρεάζονται τα επιτόκια καταθέσεων από τον έντονα ανοδικό κύκλο των αυξήσεων της ΕΚΤ. Η γενική εικόνα είναι μάλλον απογοητευτική. Από τον Ιούλιο του 2022, οπότε ξεκίνησε ο κύκλος αυξήσεων των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, μέχρι τον Οκτώβριο, το μέσο επιτόκιο καταθέσεων των νοικοκυριών έχει αυξηθεί κατά 34 μονάδες βάσης, το επιτόκιο των καταθέσεων προθεσμίας έως 1 έτος κατά 164 μ.β., ενώ η μεταβολή του επιτοκίου καταθέσεων μίας ημέρας είναι μηδενική!!!
Τι έγινε, άραγε, όταν η ΕΚΤ ανέβαζε τα επιτόκια της πριν από 18 χρόνια, δηλαδή πριν ξεκινήσει η κρίση; Η σύγκριση είναι αποκαρδιωτική.
Κατά τον προηγούμενο ανοδικό κύκλο υπήρχε μεγαλύτερη ενσωμάτωση των διαδοχικών αυξήσεων της ΕΚΤ στα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας των νοικοκυριών στην Ελλάδα, σταδιακά ενισχυόμενη από 40% τον πρώτο μήνα μετά την έναρξη των αυξήσεων σε 90% (που σημαίνει σχεδόν πλήρη μετακύλιση) μέχρι την έναρξη της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης στα τέλη του 2007.
Αντιθέτως, στον κύκλο που διανύουμε, η επακόλουθη αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων των νοικοκυριών είναι σημαντικά μικρότερης έκτασης και πιο αργή, παρά τη ραγδαία και απότομη αύξηση του επιτοκίου πολιτικής από την ΕΚΤ. Όσον αφορά τα επιτόκια καταθέσεων μίας ημέρας, ο εν λόγω δείκτης διαμορφώθηκε κοντά στο 20% σύντομα μετά την έναρξη των αυξήσεων τον Δεκέμβριο του 2005 χωρίς να μεταβληθεί ουσιαστικά στη συνέχεια, ενώ στην παρούσα φάση η μετάδοση της ανόδου των επιτοκίων πολιτικής στα επιτόκια καταθέσεων μίας ημέρας είναι μηδενική.
«Καμπανάκι από την Τράπεζα της Ελλάδος
Η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποιεί, πάντως, ότι αυτή η πρακτική των τραπεζών μπορεί να λειτουργήσει τελικά σαν μπούμερανγκ. Η υψηλή διαθεσιμότητα καταθέσεων που έχουν τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες, σε σχέση με τον δανεισμό προς την οικονομία, τους έχει δώσει μέχρι στιγμής την ευχέρεια στον τρέχοντα ανοδικό κύκλο να διατηρήσουν τα επιτόκια καταθέσεων μίας ημέρας αμετάβλητα σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα. Αυτό, όμως, δεν θα κρατήσει για πάντα.
Κατά την περίοδο των αρνητικών επιτοκίων (από τον Ιούνιο του 2014 μέχρι τον Ιούνιο του 2022) τα επιτόκια καταθέσεων των νοικοκυριών παρέμειναν ελαφρώς θετικά ή μηδενικά. Ωστόσο, το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων έχει παρέλθει και οι τράπεζες είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν αυξανόμενο ανταγωνισμό από εναλλακτικά προϊόντα που απευθύνονται σε αποταμιευτές και έχουν υψηλότερες αποδόσεις, όπως για παράδειγμα οι εκδόσεις των εντόκων γραμματίων.
Επιπλέον, η διαδικασία συρρίκνωσης του ισολογισμού της ΕΚΤ που είναι σε εξέλιξη είναι πιθανόν να ενισχύσει τη σημασία των καταθέσεων ως πηγής ρευστότητας για τις τράπεζες τους επόμενους μήνες, επιταχύνοντας έτσι τη μετάδοση των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής στα επιτόκια καταθέσεων.