Ο χαρακτηρισμός της Ευρώπης, ως Γηραιάς ηπείρου, δεν αφορά, πλέον, στην παλαιότητα των πολιτισμών της αλλά και στην ουσία, δηλαδή στο ότι οι χώρες της «γερνάνε» δεκαετία με τη δεκαετία.
Η νέα Έκθεση του ΟΟΣΑ δεν περιορίζεται στα δημογραφικά χαρακτηριστικά των κρατών- μελών του, ούτε στις προβολές του πληθυσμού για τα επόμενα 50- 60 χρόνια. Τα στοιχεία αυτά τα προσεγγίσει κι από την οπτική των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στην αγορά εργασίας και φυσικά στα συνταξιοδοτικά συστήματα.
Υπογεννητικότητα
Πρώτη διαπίστωση; Ο συνολικός δείκτης γονιμότητας είναι κάτω από το εκτιμώμενο επίπεδο αντικατάστασης – ο αριθμός των παιδιών ανά γυναίκα που απαιτείται για να διατηρηθεί σταθερός ο συνολικός πληθυσμός – περίπου 2,1 στις ανεπτυγμένες χώρες το 2022, σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ εκτός από το Ισραήλ. Τα ποσοστά γονιμότητας μειώθηκαν απότομα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και έτειναν να σταθεροποιηθούν στον ΟΟΣΑ κατά μέσο όρο κατά το τελευταίο δύο δεκαετίες. Το οξύμωρο είναι ότι ακόμα και στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες, αντί η ευημερία να αυξήσει τα ποσοστά των γεννήσεων, τα καταβαράθρωσε.
Δυστυχώς η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Το ακριβώς αντίθετο. Το 1962 σε κάθε γυναίκα αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο 2,30 γεννήσεις, το 1982 η αναλογία είχε πέσει στις 2,10, ενώ μπαίνοντας στην Ευρωζώνη το ποσοστό των γεννήσεων είχε “βυθιστεί” στο 1,32! Σύμφωνα με τις μετρήσεις του ΟΟΣΑ, από το 2022 καταγράφεται μια οριακή αύξηση, αλλά σε ορίζοντα 40 ετών, δηλαδή ως το 2062 δεν αναμένεται να έχει ξεπεράσει το 1,5. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, μετά την Ιταλία και την Ισπανία.
Προσδόκιμο ζωής
Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, είναι το πολυσυζητημένο προσδόκιμο ζωής. Γενική διαπίστωση του ΟΟΣΑ, είναι ότι οι ζωές μας συνεχίζουν να επιμηκύνονται και η τάση αυτή προβλέπεται να συνεχιστεί, παρόλο που ο ρυθμός βελτίωσης της κατάστασης της τρίτης ηλικίας έχει επιβραδυνθεί πρόσφατα, και ιδιαίτερα δεδομένης της COVID-19.
Το 2022, το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 65 ετών ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 83 έτη για τους άνδρες και 86,2 έτη για τις γυναίκες. Το ποσοστό αυτό ήταν υψηλότερο για τις γυναίκες στην Ιαπωνία (89,9 έτη) και για τους άνδρες στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και την Ελβετία (στα 85,3 έτη ή περισσότερο) και το χαμηλότερο για τις γυναίκες στην Κολομβία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακική Δημοκρατία (κάτω από 83 έτη) και τους άνδρες στη Λιθουανία (78,1 έτη).
Κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, το υπόλοιπο προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 65 ετών αναμένεται να αυξηθεί κατά 4,4 έτη στις γυναίκες και 4,9 έτη στους άνδρες έως το 2065. Όσον αφορά στην Ελλάδα, οι προβολές δείχνουν ότι η αύξηση θα είναι οριακά υψηλότερη του μέσου όρου.
Αγορά εργασίας
Ο συνδυασμός των παραπάνω είναι “εκρηκτικός” (και) για την αγορά εργασίας κι αποτυπώνεται στην αναλογία των ατόμων άνω των 65 ετών ανά 100 εργαζόμενους. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αυτήν τη στιγμή αναλογούν 31 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, ανά 100 άτομα εργάσιμης ηλικίας (20 έως 64 ετών) κατά μέσο όρο σε όλα τα κράτη- μέλη του, όταν πριν από τριάντα χρόνια ήταν μόνο 20 και πριν από εξήντα χρόνια μόλις 16!!!
Για την Ελλάδα δυστυχώς τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, αναλογούσαν μόλις 12,9 άτομα άνω των 65 ετών σε 100 εργαζόμενους. Η πλήρης αντιστροφή της ηλικιακής πυραμίδας είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή από τη δεκαετία του 1990, όταν η αναλογία αυξήθηκε στο 23,3. Πόσοι είναι σήμερα οι άνω των 65 ετών ανά 100 εργαζόμενους; 39,3. Πραγματικά εφιαλτικές είναι οι προβολές για τα επόμενα χρόνια, καθώς το 2052 η αναλογία θα έχει φτάσει στο 70,7 και το 2082 στο 79,4!!!! Στην ίδια “παρέα” θα είναι η Ισπανία (84,7) και η Ιταλία (83,4). Κι αν κάποιοι αναρωτιούνται για τη γειτονική Τουρκία, αν και δεν εξαιρείται από τη γήρανση του πληθυσμού, στα επόμενα 30 χρόνια η αναλογία συνταξιούχων- εργαζομένων θα βρίσκεται στα σημερινά επίπεδα της Ελλάδας.
Συνταξιοδοτικά συστήματα
Το ερώτημα που διατρέχει τις 236 σελίδες της Έκθεσης είναι αν αυτές οι δημογραφικές τάσεις απειλούν τα συνταξιοδοτικά συστήματα. Προφανώς δεν υπάρχει μια και μοναδική απάντηση, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι ειδικά στην Ευρώπη υπάρχει έντονη κινητικότητα και αλλαγές, ανάλογες με αυτές που έκανε η Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια.
Στη Γαλλία, η ελάχιστη ηλικία συνταξιοδότησης αυξήθηκε από τα 62 στα 64 έτη και ορισμένα ειδικά συνταξιοδοτικά συστήματα θα καταργηθούν σταδιακά. Η Τσεχία αυστηροποίησε το δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδότησης από πέντε σε τρία έτη πριν από τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης. Η Ολλανδία πέρασε μια συστημική μεταρρύθμιση των ιδιωτικών συντάξεων με κεφαλαιοποίηση από καθορισμένες παροχές σε καθορισμένες εισφορές. Η Σλοβακία επανέφερε τη σύνδεση ένα προς ένα μεταξύ της ηλικίας συνταξιοδότησης και του προσδόκιμου ζωής. Η Σουηδία αύξησε την ηλικία συνταξιοδότησης και θα τη συνδέσει με τα δύο τρίτα της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, γεγονός που θα ενισχύσει τις συντάξεις από το πλασματικό σύστημα καθορισμένων εισφορών.
Συνολικά, μία στις τέσσερις χώρες του ΟΟΣΑ συνδέουν πλέον την ηλικία συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής και σε αυτές συμπεριλαμβάνονται η Δανία, η Εσθονία, η Φινλανδία, η Ελλάδα, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες και η Πορτογαλία.
Ειδικά όσον αφορά στην Ελλάδα, οι τελευταίες παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό (αύξηση ορίων ηλικίας, μείωση ποσοστών αναπλήρωσης κ.λ.π.) εκτιμάται ότι σε βάθος χρόνου- που κατά τον ΟΟΣΑ είναι το ζητούμενο λόγω της γήρανσης του πληθυσμού- θα συμπιέσουν τις κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σημειωτέον ότι αυτή η παράμετρος μπαίνει συστηματικά στο “μικροσκόπιο” των Οίκων Αξιολόγησης και των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, καθώς συνδέεται με την προοπτική του Χρέους.
Το 2019, η Ελλάδα και η Ιταλία δαπάνησαν το μεγαλύτερο ποσοστό του εθνικού εισοδήματος για δημόσιες συντάξεις μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, σε ποσοστό περίπου 16% του ΑΕΠ. Άλλες χώρες με υψηλές ακαθάριστες δημόσιες συνταξιοδοτικές δαπάνες βρίσκονται στην ηπειρωτική Ευρώπη, με την Αυστρία και τη Γαλλία γύρω στο 13%-13,5% του ΑΕΠ το 2019, ενώ η Γαλλία αυξήθηκε στο 14,5% το 2020, αλλά αυτό οφείλεται σε πτώση του ΑΕΠ και όχι σε σημαντική αύξηση των επιπέδων των δαπανών.
Τι θα γίνει τις επόμενες, κρίσιμες δεκαετίες; Οι δημόσιες συνταξιοδοτικές δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν σε 22 χώρες του ΟΟΣΑ έως το 2050. Στην Ευρώπη, στη Σλοβενία, οι δημόσιες δαπάνες προβλέπεται να συνεχίσουν να αυξάνονται πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ του 10% του ΑΕΠ το 2020-22, σε 15,7% του ΑΕΠ έως το 2050. Σύμφωνα με αυτές τις προβλέψεις, πέντε άλλες χώρες θα
καταγράψουν αύξηση περίπου 3 ποσοστιαίων μονάδων ή περισσότερο ως ποσοστό του ΑΕΠ: Βέλγιο, Τσεχία, Ουγγαρία, Ιρλανδία και Λουξεμβούργο.
Αντιθέτως,, η Δανία, η Εσθονία και η Πορτογαλία θα είχαν πτώση περίπου 2 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ και η Ελλάδα πάνω από 3 ποσοστιαίες μονάδες. Συγκεκριμένα, από τα σημερινά επίπεδα του 15,7% του ΑΕΠ, ο ΟΟΣΑ υπολογίζει ότι το 2050 οι συνταξιοδοτικές δαπάνες θα έχουν υποχωρήσει στο 13,6% του ΑΕΠ και το 2060 στο 12% του ΑΕΠ.