Με τις τιμές των ακινήτων να «τρέχουν» κατά μέσο όρο περίπου 14% και τα δάνεια να έχουν γίνει ιδιαίτερα «αλμυρά», η απόκτηση φτηνής στέγης προϋποθέτει πολλούς συμβιβασμούς και απεριόριστο ψάξιμο.
Υπάρχουν σπίτια που μπορούν να αγοραστούν με 30.000 ευρώ; Κάποιοι, έχοντας προφανώς στο μυαλό τους το τι συνέβαινε την προηγούμενη δεκαετία, θα απαντούσαν ότι στο κέντρο της Αθήνας, με τα παλαιότερα ακίνητα, μπορεί να βρει κανείς κάτι που να αντέχει η τσέπη του. Δυστυχώς, τα στοιχεία δείχνουν ότι ακόμα και σε υποβαθμισμένες γειτονιές οι τιμές «τρέχουν» με σχεδόν 15%, έχοντας ξεπεράσει ακόμα και τα 2.000 ευρώ/τ.μ.
Η αλήθεια είναι ότι για να βρει κάποιος σπίτι με 30.000 ή -πολύ περισσότερο- με 20.000 ευρώ, θα πρέπει να ρίξει πολύ τις απαιτήσεις του ως προς τις ενεργειακές προδιαγραφές και τα τετραγωνικά. Κοινώς, το πεδίο αναζήτησης περιορίζεται σε μικρά ή πολύ μικρά και παλιά διαμερίσματα, σε πολύ συγκεκριμένες περιοχές.
Οι περιοχές σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη
Σύμφωνα με έρευνα του Spitogatos, αναζητώντας ακίνητα στην Αττική μπορεί να προκύψουν ενδιαφέρουσες επιλογές σε οικονομικά προσιτές περιοχές. Ενδεικτικά, περιοχές όπως η Αγία Βαρβάρα (1.269 €/τ.μ.) και το Πέραμα (1.349 €/τ.μ.) προσφέρουν πιο φθηνές λύσεις, δίνοντας την ευκαιρία απόκτησης κατοικίας ακόμα και με περιορισμένο budget.
Για περιοχές πιο κοντά στο κέντρο της Αθήνας, με πιο άμεση πρόσβαση σε μαγαζιά, νοσοκομεία, υπηρεσίες κ.λπ., η αναζήτηση μπορεί να γίνει σε γειτονιές όπως η Πλατεία Αττικής, η Πατησίων – Αχαρνών και τα Πατήσια. Σε αυτά τα σημεία της πόλης η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης ακινήτου είναι 1.368 €/τ.μ., 1.380 €/τ.μ. και 1.400 €/τ.μ. αντιστοίχως. Ευκαιρίες, αλλά με πολύ ψάξιμο, μπορούν να βρεθούν στα Δυτικά Προάστια, όπως το Ίλιον και η Πετρούπολη, ή ακόμα και στο Υπόλοιπο Αττικής (βλ. Μέγαρα, Νέα Πέραμος κ.ά.).
Με αντίστοιχα κριτήρια, στη Θεσσαλονίκη οι πιο οικονομικές περιοχές για αγορά κατοικίας βρίσκονται στα προάστια. Η πιθανότητα εύρεσης φθηνού σπιτιού μέχρι 30.000 ευρώ αυξάνεται στην Καλλιθέα (824 €/τ.μ.) και στη Μυγδονία (927 €/τ.μ.). Αμέσως μετά, η αναζήτηση δίνει επιλογές στον Δήμο Εχεδώρου, όπου η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης κατοικίας είναι στα 1.000 €/τ.μ. Τέλος, στα Βασιλικά (1.053 €/τ.μ.) και στους Αμπελόκηπους (1.054 €/τ.μ.) οι τιμές χαρακτηρίζονται συγκρατημένες.
Τα χαρακτηριστικά
Έρευνες της Remax σε όλη την Ελλάδα δείχνουν ότι η αναζήτηση και πολύ περισσότερο η εύρεση φθηνής στέγης έχει ακόμα μεγαλύτερο δείκτη δυσκολίας, λόγω του ότι τα μικρά και παλιά ακίνητα διατίθενται κυρίως για ενοικίαση. Είναι ενδεικτικό ότι στις περισσότερες περιοχές της Αττικής επιλέχθηκαν προς μίσθωση κυρίως ακίνητα εμβαδού από 51 έως 75 τετραγωνικά μέτρα και ηλικίας από 16 έως 20 ετών, αφού μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις τα ενοίκια είναι διαχειρίσιμα.
Τι μένει για τους υποψήφιους αγοραστές; Λίγα πράγματα. Στην Αττική, κατοικίες εμβαδού από 51 έως 75 τετραγωνικά μέτρα επέλεξαν 1 στους 5 αγοραστές, ενώ μικρές κατοικίες εμβαδού έως 50 τετραγωνικά μέτρα επέλεξαν μόλις 11 στους 100 αγοραστές.
Ανάλογα είναι τα ευρήματα της έρευνας και στη Θεσσαλονίκη, όπου το μεγαλύτερο αγοραστικό ενδιαφέρον αφορά διαμερίσματα εμβαδού από 76 έως 100 τ.μ. σε ποσοστό 33,3%, ενώ οι πωλήσεις κατοικιών ως 50 τ.μ. περιορίστηκαν στο 13,6% του συνόλου.
Επισκευές και φοροαπαλλαγές
Η έρευνα του Spitogatos επισημαίνει το αυτονόητο, το οποίο όμως θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν πριν από την αγορά ενός ακινήτου με τέτοια χαρακτηριστικά: 1) Ποιο είναι το έτος κατασκευής και η γενική κατάσταση σπιτιού, 2) ποια είναι η ενεργειακή κλάση του ακινήτου.
Και τα δύο κρίσιμα ερωτήματα έχουν τον ίδιο παρονομαστή, που δεν είναι άλλος από το κόστος επισκευών, ενεργειακής αναβάθμισης και συντήρησης. Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι το κόστος των υλικών και των εργασιών έχει ανέβει κατά περίπου 16% μέσα σε μια διετία, αντιλαμβάνεται ότι αυτή η παράμετρος είναι κρίσιμη, πριν δώσει κάποιος τα χέρια για την αγορά ενός παλιού ακινήτου.
Από την άλλη, θα πρέπει να συνυπολογιστεί το όφελος από τη νέα φοροαπαλλαγή, που ψηφίστηκε με τον τελευταίο φορολογικό νόμο. Από φέτος οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για την αγορά αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών που σχετίζονται με την ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτιρίων μειώνουν τον φόρο εισοδήματος σε περίοδο πέντε ετών, με ανώτατο συνολικά όριο δαπάνης τα 16.000 ευρώ. Το ποσό των δαπανών για αγορά υλικών, που λαμβάνεται υπόψη για τη μείωση του φόρου, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1/3 του ποσού των δαπανών για τη λήψη υπηρεσιών ανακαίνισης.