Τη χειρότερη επίδοση μεταξύ των κρατών μελών της G7 για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά κινδυνεύει να καταγράψει η οικονομία της Γερμανίας καθώς η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς προσπαθεί να περιορίσει την ύφεση στην αγορά των ακινήτων και την αβεβαιότητα για τον αντίκτυπο που θα έχουν τα μέτρα για τη μείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης.
Μολονότι η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη οικονομία στη Γηραιά Ήπειρο, το Ινστιτούτο Ifo προβλέπει ανάπτυξη μόλις κατά 0,2% – σημαντικά κάτω από την προηγούμενη πρόβλεψη για ανάπτυξη 0,7%. Μετά τη συρρίκνωση κατά 0,1% του περασμένου έτους, η Γερμανία κινδυνεύει να είναι η οικονομία με τις χειρότερες επιδόσεις της G7 για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, σύμφωνα με προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
«Η αυτοσυγκράτηση των καταναλωτών, τα υψηλά επιτόκια και οι αυξήσεις τιμών, τα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης και η αδύναμη παγκόσμια οικονομία επιβραδύνουν επί του παρόντος την οικονομία στη Γερμανία και οδηγούν σε άλλη μια χειμερινή ύφεση. Η οικονομική παραγωγή θα επιταχυνθεί προς τα μέσα του έτους καθώς η επιβάρυνση των επιτοκίων και των τιμών σταδιακά θα εξαφανίζεται και θα αυξάνεται η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών», δήλωσε ο Τίμο Βόλμερσχόιζερ του ifo.
Η κατακόρυφη πτώση των τιμών των ακινήτων ανάγκασε τους κατασκευαστές να εγκαταλείψουν ή να ακυρώσουν έργα, ενώ η υποτονική ανάπτυξη της Κίνας έχει πλήξει ιδιαίτερα τη Γερμανία, που είναι ένας από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της χώρας.
Οι δύο αυτοί παράγοντες ήρθαν να προστεθούν στον αντίκτυπο που έχει η υπερβολική εξάρτηση της Γερμανίας από τη ρωσική ενέργεια. Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν έχει εκμεταλλευτεί τη σύγκρουση για να προκαλέσει χάος στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας. Τον περασμένο μήνα, η γερμανική κεντρική τράπεζα, η Bundesbank, εξέδωσε μια αυστηρή προειδοποίηση ότι «η αβεβαιότητα σχετικά με την πολιτική για το κλίμα και τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια παραμένει αυξημένη».