Ενστάσεις με το «καλημέρα» για τις δημοσιονομικές κατευθύνσεις της Κομισιόν προς τα 27 κράτη-μέλη

Η ώρα των δημοσιονομικών συστάσεων για όλα τα κράτη – μέλη έφτασε.

Ωστόσο μόλις τώρα άρχισαν να αναδεικνύονται οι «γκρίζες» ζώνες του νέου πλαισίου και πολύ περισσότερο οι οικονομικές και πολιτικές επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσει, αφού μιλάμε για τετραετείς δεσμεύσεις, βασισμένες σε… αλγορίθμους.

Απολύτως ενδεικτική του κλίματος δυσπιστίας στην Ευρώπη, είναι η ειδική ανάλυση του Ινστιτούτου Bruegel, που εστιάζει στις παγίδες που κρύβονται στην εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών κανόνων.

«Οι αλλαγές αυτές είναι ευπρόσδεκτες. Για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών, είναι πολύ καλύτερο να εστιάζουμε στην πιθανή εξέλιξη της πορείας του χρέους παρά να βασιζόμαστε σε απλούς αριθμητικούς κανόνες. Οι δημόσιες δαπάνες χωρίς τις αλλαγές στη φορολογική πολιτική αποτελούν πολύ καλύτερο στόχο για τη δημοσιονομική πολιτική από ό,τι το έλλειμμα, δεδομένου ότι βρίσκονται υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης και δεν μπορούν να προκαλέσουν προκυκλική δημοσιονομική πολιτική (υπερβολικές δαπάνες σε καλές εποχές, δημοσιονομικές περικοπές σε κακές εποχές). Τα χαρακτηριστικά αυτά θα μπορούσαν να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα του πλαισίου και να βελτιώσουν τη συμμόρφωση», σημειώνει κατ’ αρχάς το Ινστιτούτο, εγείροντας στη συνέχεια ενστάσεις που ακουμπάνε τον πυρήνα του νέου Συμφώνου.

Ένσταση πρώτη: το νέο πλαίσιο περιλαμβάνει αριθμητικές εγγυήσεις για να διασφαλιστεί ένας ελάχιστος ρυθμός μείωσης του χρέους και του ελλείμματος. Αυτές θα μπορούσαν να υπερισχύσουν των απαιτήσεων που βασίζονται στο DSA και θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τη λογική των νέων κανόνων και τα κίνητρα για συμμόρφωση. Οι διασφαλίσεις θα μπορούσαν επίσης να εισάγουν κάποια προκυκλικότητα και, το σημαντικότερο, θα μπορούσαν να συγκρατήσουν την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων.

Ένσταση δεύτερη: το νέο πλαίσιο θα απαιτήσει φιλόδοξες δημοσιονομικές προσαρμογές από τις χώρες με υψηλό χρέος, αν και λιγότερες από ό,τι θα απαιτούσε το προηγούμενο πλαίσιο. Οι αριθμητικές διασφαλίσεις δεν θα αποτελέσουν σημαντικό περιορισμό κατά την πρώτη εφαρμογή του πλαισίου το 2024, εκτός από την περίπτωση της Φινλανδίας. Στην επόμενη εφαρμογή, το 2028, συνεπάγονται για τη Γαλλία και την Ιταλία μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή από ό,τι απαιτείται από το DSA και το σημείο αναφοράς 3%.

Ένσταση τρίτη: Υπάρχει ασάφεια σχετικά με τη συνοχή των νέων δημοσιονομικών κανόνων και της εν πολλοίς αθετημένης διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ), καθώς και με το κατά πόσον οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις θα επηρεάσουν το DSA. Αυτό θα μπορούσε να παρεμποδίσει την επιτυχή εφαρμογή του πλαισίου.

Το ΔΝΤ
Επιφυλάξεις εκφράζει και το ΔΝΤ στην Έκθεση του για την Ευρωζώνη, δείγμα του ότι το νέο Σύμφωνο θα περάσει δια πυρός και σιδήρου για να εφαρμοστεί, ειδικά σε αυτήν τη συγκυρία, όπου η Ευρώπη βιώνει έντονες πολιτικές ανακατατάξεις:

Το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ θα απαιτήσει σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή σε πολλά κράτη- μέλη, καθώς και συνεχή πολιτική στήριξη για να εφαρμοστεί όπως προβλέπεται
Το νέο πλαίσιο εντοπίζει μακροπρόθεσμους κινδύνους δημοσιονομικής βιωσιμότητας και απαιτεί μεσοπρόθεσμη προσαρμογή ανά χώρα, η οποία θα είναι επαρκώς φιλόδοξη για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων.
Τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια που πρέπει να υποβληθούν τον Σεπτέμβριο του 2024, θα πρέπει να υποστηρίζονται από μια σαφή δημοσιονομική στρατηγική, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα και μέτρα υψηλής ποιότητας.
Το ελληνικό «πακέτο»
Η Αθήνα δεν δείχνει να ανησυχεί, καθώς σύμφωνα με αρμόδια στελέχη του ΓΛΚ, ο σχεδιασμός που έχει ήδη γίνει, βασίζεται σε μάλλον συντηρητικές εκτιμήσεις, τόσο για τη δυναμική της ανάπτυξης, όσο και για τις δημοσιονομικές επιδόσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι για να ανακοινωθεί το έκτακτο βοήθημα σε ευάλωτους το… Δεκέμβριο, χρειάστηκε να συνδυαστεί με νέα έκτακτη εισφορά στα διυλιστήρια ύψους 300 εκ ευρώ, καθώς το διαφαινόμενο “μαξιλάρι” (ως και 300 εκ ευρώ) από τον Τουρισμό θεωρείται λίγο ως πολύ ως μη γενόμενο.

Αυτά ισχύουν, όμως, κατά βάση για το 2025 και ουδείς μπορεί να βάλει το χέρι του στη… φωτιά, ότι οι υπολογισμοί, που έκαναν οι τεχνοκράτες της Κομισιόν για τα επόμενα έτη, θα “πατάνε” σε ρεαλιστικές παραδοχές ή θα λαμβάνουν υπόψιν “στρεσαρισμένα” σενάρια, έτσι ώστε να “φρενάρουν” εκ προοιμίου πιθανές δημοσιονομικές αποκλίσεις- κυρίως στο πεδίο των δαπανών- σε χώρες με υψηλό Χρέος, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.

Οι συστάσεις της Κομισιόν δεν θεωρούνται και δεν είναι γραμμένες στην “πέτρα”, καθώς υπάρχει χρονικό περιθώριο ως τα μέσα Σεπτεμβρίου για “παζάρια”. Η Αθήνα αν μη τι άλλο μπαίνει σε αυτήν τη νέα εποχή από πλεονεκτική θέση, καθώς οι φετινές επιδόσεις της στο κρίσιμο πεδίο της συγκράτησης των δαπανών, είναι πολύ καλλίτερες από τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Στις 14 Ιουλίου 2023, το Συμβούλιο συνέστησε στην Ελλάδα να διασφαλίσει μια συνετή δημοσιονομική πολιτική, ιδίως με τον περιορισμό της ονομαστικής αύξησης των “καθαρών” πρωτογενών δαπανών το 2024, σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 2,6%. Κάτι αντίστοιχο αναμένεται και για το 2025.

Σύμφωνα με την Έκθεση συστάσεων, που συμπεριλήφθηκε στα κείμενα του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου κι έλαβε υπόψιν τις Εαρινές Προβλέψεις της Επιτροπής για το 2024, οι “καθαρές” πρωτογενείς δαπάνες της Ελλάδας προβλέπεται να αυξηθούν κατά 1,8%, δηλαδή κάτω από το συνιστώμενο μέγιστο ρυθμό αύξησης.