Για «αξιοθαύμαστες επιδόσεις» της χώρας στον έλεγχο της διάδοσης της πανδημίας κάνει λόγο ο ΣΕΒ στο τελευταίο του Δελτίο για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις, με τίτλο: "Προτεραιότητα στη στήριξη εργαζομένων και επιχειρήσεων" που κυκλοφόρησε σήμερα.
«Στη βάση αυτή, έχουν αρχίσει να αίρονται οι περιορισμοί στις μετακινήσεις και στην οικονομική δραστηριότητα», αναφέρει ο ΣΕΒ και προσθέτει:
«Σε κάθε φάση αντιμετώπισης της πανδημίας, εφαρμόζονται μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων που πλήττονται. Καθώς θα αποκαθίσταται κάποιας μορφής κανονικότητα, θα αρχίσει να ανακάμπτει σταδιακά ο τζίρος των επιχειρήσεων».
Όπως ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση στις 20/05/2020, οι επιχειρήσεις θα μπορούν να προχωρήσουν σε εργασιακές ρυθμίσεις μειωμένου χρόνου εργασίας, με τις απώλειες στο εισόδημα των εργαζομένων να καλύπτονται κατά 60% από το πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης της βραχυχρόνιας εργασίας "Συν-Εργασία". Το πρόγραμμα αυτό θα χρηματοδοτείται από το κοινοτικό πρόγραμμα SURE, από το οποίο προβλέπεται εισροή €1,4 δισ. για την Ελλάδα, για την κάλυψη του κόστους της δημιουργίας ή της επέκτασης εθνικών σχημάτων για εργασία με μειωμένο ωράριο.
Οι πόροι αυτοί θα συμπληρώνονται κατά το δοκούν με επιδόματα ανεργίας (ακόμη και για όσους δεν θα προσληφθούν φέτος στον τουρισμό), το πρόγραμμα ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος, και άλλους πόρους καθώς ενεργοποιούνται κοινοτικά προγράμματα ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η ανεργία αναμένεται, πάντως, να διαμορφωθεί κοντά στο 20% του εργατικού δυναμικού κατά μέσο όρο το 2020 από 17,2% το 2019, με την απασχόληση σε μέσους όρους να μειώνεται κατά 3,7%, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αυτό σημαίνει μια μείωση της απασχόλησης κατά 155 χιλ. άτομα αρχή-τέλος το 2020, με τη μισθωτή απασχόληση να μειώνεται κατά 101 χιλ. και τους αυτοαπασχολούμενους, που αποτελούν διαχρονικά το 35% της απασχόλησης, κατά 54 χιλ.
Το παρόν δελτίο εκτιμά ότι από τα 101 χιλ. άτομα που θα μειωθεί η μισθωτή απασχόληση, ολόκληρη στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, περίπου 13 χιλ. θα είναι η μείωση της απασχόλησης στον τουρισμό και 88 χιλ. στους λοιπούς κλάδους, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος κάθε κλάδου πριν την τρέχουσα κρίση. Η οικονομία, όμως, παρουσιάζει εποχιακές διακυμάνσεις, ιδίως στον τουρισμό, με πολύ μεγαλύτερη απασχόληση τους μήνες Μάρτιο έως Ιούλιο που σταδιακά αποκλιμακώνεται τους φθινοπωρινούς μήνες.
Στο παρόν δελτίο, γίνεται μια προσπάθεια να μετρηθεί επίσης η διόγκωση της ανεργίας που αναμένεται τους μήνες αιχμής, χρησιμοποιώντας το πρότυπο της μηνιαίας εξέλιξης των καθαρών προσλήψεων από προηγούμενα χρόνια του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, για τον τουρισμό και τους λοιπούς κλάδους (εκτός καταλυμάτων και εστίασης). Έτσι, αναδεικνύεται το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα στην αντιμετώπιση της ανεργίας το 2020.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανάλυση προκύπτει ότι, στην περίοδο Μαρτίου – Ιουλίου 2020 οι καθαρές προσλήψεις στον τουρισμό θα είναι μειωμένες σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 κατά 224 χιλ. άτομα, και στους λοιπούς κλάδους κατά 141 χιλ. άτομα, δηλαδή συνολικά 365 χιλ. άτομα περίπου. Αν σε αυτούς προστεθούν οι αναλογούντες αυτοαπασχολούμενοι, το σύνολο των πληττόμενων από την νέα ανεργία συμπολιτών μας θα ανέλθει σε περίπου 580 χιλ. άτομα για 5 μήνες.
Το στοίχημα της πολιτείας στην προκειμένη συγκυρία είναι να στηρίξει την απασχόληση ώστε να περιορισθεί η ανεργία που προβλέπεται. Και για τον λόγο αυτό είναι σημαντική η αξιοποίηση των πόρων των €1,4 δισ. του προγράμματος SURE, οι οποίοι αναλογούν περίπου σε €483 ανά άτομο για 5 μήνες. Το κοινωνικά βέλτιστο θα είναι τα χρήματα αυτά να μην γίνουν επιδόματα ανεργίας, αλλά επιδόματα εργασίας, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις με μειωμένο τζίρο να μπορέσουν να λειτουργήσουν προσφέροντας και διατηρώντας όσες περισσότερες θέσεις εργασίας είναι δυνατόν έστω και, προσωρινά, μειωμένου ωραρίου.
Η κρίση του COVID-19 έφερε και πάλι την ελληνική κοινωνία αντιμέτωπη με το αδιέξοδο της υπερφορολογημένης μισθωτής εργασίας, που επιβαρύνεται και με υψηλό μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, αδιέξοδο που εντείνεται ενόψει της βαθιάς ύφεσης και κρίσης.
Τα προγράμματα στήριξης της εργασίας θα πρέπει να είναι έτσι διαμορφωμένα ώστε να ελαχιστοποιούν τα διλήμματα ηθικού κινδύνου. Πρέπει να υπάρχει, πάντα, κίνητρο για τους εργαζόμενους να επιδιώξουν να βρουν εργασία και αντικίνητρο για τους εργοδότες να οδηγηθούν άνευ εναλλακτικών στην επιλογή των απολύσεων, ή να καταστρατηγήσουν το σύστημα κρατικών παροχών.
Γι’ αυτό και ο COVID-19 και το πρόγραμμα SURE φέρνουν όλους τους κοινωνικούς εταίρους προ των ευθυνών τους, ώστε να επιδείξουν υπευθυνότητα απέναντι στην κοινωνία, ρεαλισμό για την υποστήριξη του παραγωγικού ιστού, επιχειρήσεων και εργαζομένων, και όχι άλλη μια ατελέσφορη διαμάχη. Το πώς θα αντιμετωπισθεί η ύφεση φέτος, αποτελεί πρόκριμα για την επόμενη μέρα, ώστε να επιστρέψουμε σε μια δυναμική οικονομία χωρίς στρεβλώσεις, αφήνοντας πίσω μια οικονομία και ένα αναπτυξιακό μοντέλο που δεν μπορεί να ξεφύγει από την ασθενική ανάπτυξη.