Eurobank: Σε εμπόριο, μεταφορές και τουρισμό οι μεγαλύτερες απώλειες στο β’ τρίμηνο του 2020

Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19, η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα όπως και στα περισσότερα κράτη στον κόσμο συρρικνώθηκε απότομα το 2ο τρίμηνο 2020. Η συγχρονισμένη ραγδαία μείωση της ζήτησης και της προσφοράς είχε ως αποτέλεσμα την καταγραφή ιστορικών χαμηλών – σε όρους τριμηνιαίας μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ – για τις περισσότερες χώρες της ΕΕ-27 συν του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ).

Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη δημοσίευση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (8/9/2020, περιλαμβάνει στοιχεία για περισσότερες χώρες και οριακές αναθεωρήσεις σε σχέση με την αντίστοιχη ανακοίνωση στις 14/8/2020), τα αποτελέσματα σε όρους τριμηνιαίου πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης είχαν ως ακολούθως:

1) Tο Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) και η Ισπανία κατέγραψαν τις χειρότερες επιδόσεις το 2ο τρίμηνο 2020. Στο μεν Ηνωμένο Βασίλειο το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά -20,4% QoQ, στη δε Ισπανία κατά -18,5% QoQ.

2) Aκολουθούν 12 οικονομίες, κατά βάση κρατών του νότου της ΕΕ-27, με διψήφια ποσοστά ύφεσης. Το εύρος των τιμών κυμαίνεται από -14,9% QoQ για την οικονομία της Κροατίας (-14,0% QoQ για την Ελλάδα) μέχρι -10,0% QoQ για την οικονομία της Βουλγαρίας (-11,8% QoQ και -11,4% QoQ για την Ευρωζώνη και την ΕΕ-27 αντίστοιχα).

3) 12 οικονομίες, κατά βάση κρατών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, σημείωσαν μονοψήφια μείωση – σε τριμηνιαία βάση – του πραγματικού ΑΕΠ. Στο αριστερό άκρο της κατανομής βρίσκεται η Γερμανία με -9,7% QoQ και στο δεξιό ξεχώρισαν θετικά η Ιρλανδία, οι χώρες της Βαλτικής και η Φινλανδία, με την τελευταία να σημειώνει την ηπιότερη ύφεση από όλες τις χώρες της ΕΕ-27 (-4,5% QoQ).

Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, ο γενικός κλάδος που περιλαμβάνει το εμπόριο, τις μεταφορές και τον τουρισμό (ως προς το σκέλος των υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης) παρουσίασε τη μεγαλύτερη ευαισθησία στην υγειονομική κρίση του κορωνοϊού COVID-19 το 2ο τρίμηνο 2020. Αναλυτικά, κατέγραψε απώλειες της τάξης του -33,3% QoQ σε όρους πραγματικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (-€3,3 δισ. σε τρέχουσες τιμές).

Ο εν λόγω γενικός κλάδος έχει το μεγαλύτερο μερίδιο επί του συνόλου της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας που παράγεται στην Ελλάδα. Συνεπώς, όχι μόνο αποδείχτηκε ο πιο ευάλωτος στην υγειονομική κρίση άλλα είχε και τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη συρρίκνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, περίπου το 65% των 12,2 ποσοστιαίων μονάδων πτώσης της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας το 2ο τρίμηνο 2020.

Ακολούθησε ο γενικός κλάδος των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων (π.χ. νομικές και συμβουλευτικές υπηρεσίες, υπηρεσίες μηχανικών και αρχιτεκτόνων, επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη, διαφήμιση κ.α.) και των διοικητικών και υποστηρικτικών δραστηριοτήτων (π.χ. υπηρεσίες μίσθωσης και ταξιδιωτικών πρακτόρων κ.α.) σημειώνοντας μείωση της τάξης του -25,1% QoQ. Τέλος, ο γενικός κλάδος των τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγωγίας, επισκευών ειδών νοικοκυριού και άλλων υπηρεσιών παρουσίασε τον 3ο μεγαλύτερο βαθμό ευαισθησίας στην διαταραχή που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού COVID-19 (-23,1% QoQ).

Το ποιοτικό σκέλος των παραπάνω αποτελεσμάτων, δηλαδή ποιοι κλάδοι επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19 το 2ο τρίμηνο 2020, ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενο λόγω των χαρακτηριστικών που έχει μια υγειονομική κρίση και των αναγκαίων μέτρων που απαιτούνται για την αντιμετώπισή της (π.χ. κοινωνική αποστασιοποίηση, αναστολή λειτουργίας επιχειρήσεων, περιορισμοί αφίξεων από την αλλοδαπή κ.α).
    
Αισιόδοξο μήνυμα από τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι οποίες κατάφεραν να διατηρήσουν το θετικό πρόσημο και τον Ιούλιο του 2020 σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 9,2%.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τον μήνα Ιούλιο, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών, ανήλθαν σε €2.884,5 εκατ., μειωμένες κατά €324,8 εκατ., (ή κατά -10,1%) σε σχέση με τον Ιούλιο του 2019.

Οι εισαγωγές κατέγραψαν, επίσης, πτωτική πορεία με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν σε €4.446,1 εκατ. έναντι €5.091,9 εκατ. τον Ιούλιο του 2019 (ήτοι μείωση -12,7%). Ως εκ τούτου, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά τον μήνα Ιούλιο 2020 ανήλθε σε €1.561,5 εκατ. έναντι €1.882,6 εκατ. κατά τον ίδιο μήνα του έτους 2019, παρουσιάζοντας μείωση, της τάξης του -17,1%.

Χωρίς τα πετρελαιοειδή η εικόνα ήταν σαφώς βελτιωμένη με τις εξαγωγές να ανέρχονται σε €2.318,4 εκατ. τον Ιούλιο 2020, έναντι €2.122,7 εκατ. τον Ιούλιο 2019, σημειώνοντας αύξηση κατά 9,2%. Αντίθετα, οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά €121,4 εκατ., (ήτοι κατά -3,2%) και ως εκ τούτου το εμπορικό έλλειμμα από €1.633,1 εκατ. πέρυσι, ανήλθε σε €1.316,0 εκατ. φέτος, με τη μείωση να διαμορφώνεται στa €317,1 εκατ., δηλαδή -19,4%.

Για το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020, οι ελληνικές εξαγωγές κατέγραψαν μείωση κατά €2.372,9 εκατ., δηλαδή κατά -11,8%, καθώς από €20.055,2 εκατ. το 2019, διαμορφώθηκαν σε €17.682,3 εκατ. το 2020. Μεγάλη ήταν και η πτώση των εισαγωγών αγαθών, της τάξης του -14,9%, με αποτέλεσμα να ανέλθουν σε €28.099,1 εκατ. έναντι €33.000,2 εκατ. πέρυσι. Το εμπορικό ισοζύγιο παρουσίασε έλλειμμα €10.416,8 εκατομμυρίων, βελτιωμένο ωστόσο κατά €2.528,2 εκατ., ήτοι κατά 19,5% σε σχέση με το αντίστοιχο επτάμηνο του 2019. Εξαιρώντας τα πετρελαιοειδή, η εικόνα αντιστρέφεται με τις εξαγωγές να παρουσιάζονται αυξημένες κατά €159,8 εκατ., δηλαδή κατά 1,2%, ανερχόμενες σε €13.839,2 εκατ.

Όσον αφορά στις εξαγωγικές επιδόσεις ανά κλάδο στο πρώτο επτάμηνο του 2020, επισημαίνεται ότι οι κατηγορίες αγαθών (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών) που κατέγραψαν μεγάλη μείωση σε σύγκριση με το αντίστοιχο επτάμηνο του 2019 ήταν κυρίως τα βιομηχανικά είδη ταξινομημένα κυρίως κατά πρώτη ύλη που μειώθηκαν κατά €261,7 εκατ., (ή -8,4%) όπως και τα διάφορα βιομηχανικά είδη, τα οποία μειώθηκαν κατά €260,1 εκατ., (ή -16,2%), ενώ πτωτική ήταν και η πορεία των πρώτων υλών (€171,6 εκατ., ή -20,3%) και των μη ταξινομημένων προϊόντων (€22,8 εκατ., ή -7,6%).

Αντίθετα, την ανοδική τους πορεία συνέχισαν τα τρόφιμα και τα χημικά, καθώς οι δύο κλάδοι σημείωσαν αύξηση εξαγωγών κατά €300,5 εκατ. (ή 10,8%) και €548,3 εκατ. (ή 22,9%) αντίστοιχα, καθώς και οι κλάδοι των μηχανημάτων-οχημάτων (€4,8 εκατ., δηλαδή 0,3%), ποτών και καπνών (€28,7 εκατ., δηλαδή 6,4%) και λιπών και ελαίων (€94,9 εκατ., δηλαδή 39,2%).

Τέλος, σε επίπεδο προορισμών όπου απεστάλησαν τα ελληνικά προϊόντα, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρόφησαν το 58,0% των ελληνικών εξαγωγών, το οποίο αντιστοιχεί σε €10.251,7 εκατ. και οι Τρίτες Χώρες το 42,0%, δηλαδή €7.430,6 εκατ., ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 65,7% για τις χώρες της ΕΕ και 34,3% για τις Τρίτες Χώρες.