Την επόμενη ημέρα μετά την πρόσφατη αύξηση-μαμούθ των τουρκικών επιτοκίων κατά 475 μονάδες βάσης εξετάζει η Alpha Bank στο τελευταίο δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, με την τράπεζα να σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η "αδυναμία της τουρκικής λίρας υποδηλώνει τον ευάλωτο χαρακτήρα της οικονομίας".
Η τράπεζα "βλέπει" σημαντικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πορεία της τουρκικής λίρας και της οικονομίας, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι οι αδυναμίες της οικονομίας "δεν μπορούν να ξεπεραστούν απλά και μόνο με την αντικατάσταση ορισμένων αξιωματούχων". Εκτιμά παράλληλα ότι πολλά θα εξαρτηθούν από τις σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ μετά την εκλογή του Τζο Μπάιντεν.
Όπως επισημαίνει η τράπεζα, "η οικονομία της Τουρκίας κατόρθωσε να απορροφήσει τη ραγδαία υποτίμηση του εθνικού της νομίσματος που καταγράφηκε το καλοκαίρι του 2018 και να ανταπεξέλθει στην ύφεση ταχύτερα των προσδοκιών των συμμετεχόντων στις αγορές τόσο με τη βοήθεια των πολιτικών επεκτατικού χαρακτήρα που εφαρμόστηκαν σε νομισματικό και δημοσιονομικό πεδίο, όσο και με τη θετική συμβολή των εξαγωγών.
Ωστόσο, παρά την οικονομική ανάκαμψη, οι αδυναμίες της αγοράς εργασίας αλλά και η ανάγκη εξυγίανσης των εταιρικών ισολογισμών, δεν επέτρεψαν τη σταθεροποίηση της. Η περιοριστική νομισματική πολιτική αποτέλεσε αντίδοτο στην ισχυρή υποτίμηση της τουρκικής λίρας, ωστόσο η αξιοπιστία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκικής Δημοκρατίας (CBRT) αποδυναμώθηκε και η επενδυτική εμπιστοσύνη κλονίστηκε σε μεταγενέστερο χρόνο, καθώς συνοδεύτηκε, τον Ιούλιο του 2019, από την απομάκρυνση του διοικητή της, μετά από συνεχείς πολιτικές πιέσεις για μείωση των επιτοκίων.
Οι παρεμβάσεις του προέδρου της Τουρκίας προς την CBRT ήταν συνεχείς, προκειμένου η τελευταία να διατηρήσει τα επιτόκια χαμηλά, ώστε να ελεγχθεί ο πληθωρισμός, μια καθαρά αντισυμβατική προσέγγιση, γνωστή πλέον ως Erdonomics. Οι νομισματικές συνθήκες, από το δεύτερο εξάμηνο του 2019, άρχισαν να γίνονται περισσότερο υποστηρικτικές για την οικονομική ανάπτυξη, καθώς, υπό τη νέα ηγεσία της Κεντρικής Τράπεζας, το βασικό επιτόκιο υποχώρησε από 24%, στα μέσα του 2019, σε 8,25%, τον Μάιο του 2020.
Ωστόσο, ο ρυθμός της οικονομικής μεγέθυνσης άγγιξε μόλις το 0,9% το 2019, έναντι 3,0% το 2018 και 7,5% το 2017. Η οικονομία της Τουρκίας, έχοντας ανακάμψει μερικώς από τα προβλήματα που είχε προκαλέσει η κρίση του 2018, τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους ήρθε αντιμέτωπη με την εξάπλωση της νόσου COVID-19. Η κυβέρνηση, στο πλαίσιο περιορισμού της νόσου, αναγκάστηκε να λάβει μέτρα για να μετριάσει τον οικονομικό αντίκτυπο που προκάλεσε η υγειονομική κρίση.
Ωστόσο, λόγω του μικρού βαθμού ευελιξίας που διέθετε, ιδίως στο δημοσιονομικό πεδίο και με δεδομένες θεσμικές αδυναμίες δεν μπόρεσε να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα. Η πολιτική αντίδραση στις οικονομικές επιπτώσεις του COVID-19 περιλάμβανε μέτρα, όπως η παροχή ρευστότητας σε εγχώριο και ξένο νόμισμα σε εμπορικές τράπεζες, η παροχή πιστώσεων σε επιχειρήσεις, καθώς και η στήριξη των εξαγωγικών εταιρειών.
Η επίδραση της πανδημικής κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα της Τουρκίας αποτυπώθηκε έντονα στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, λόγω της υψηλής διασύνδεσης της οικονομίας με τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και την εξάρτησή της από τον τουρισμό και τις μεταφορές. Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 9,9%, σε ετήσια βάση, μετά από μια αναθεωρημένη προς τα κάτω αύξηση κατά 4,4% στο προηγούμενο τρίμηνο. Αξίζει να τονιστεί ότι πρόκειται για την εντονότερη συρρίκνωση που έχει καταγραφεί από το πρώτο τρίμηνο του 2009.
Το δεύτερο κύμα υποτίμησης και οι απρόσμενες απομακρύνσεις
Μετά από μια περίοδο δύο ετών από τη συναλλαγματική κρίση του Αυγούστου 2018 και με δεδομένη την έξαρση της πανδημίας σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας και εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων, η τουρκική λίρα στις αρχές του περασμένου Αυγούστου άρχισε να επιταχύνει τη διολίσθησή της τόσο έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, όσο και έναντι του ευρώ. Οι συμμετέχοντες στις αγορές άρχισαν να ανησυχούν για τον κίνδυνο ενίσχυσης των πληθωριστικών πιέσεων και την αυξημένη πιθανότητα εκδήλωσης μιας κρίσης στο ισοζύγιο πληρωμών.
Οι ανησυχίες εντείνονταν, επίσης, εξαιτίας της θεαματικής συρρίκνωσης των συναλλαγματικών διαθεσίμων, των δαπανηρών παρεμβάσεων σε ξένο νόμισμα (σύμφωνα με εκτίμηση της επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs, η χώρα έχει δαπανήσει το 2020 περί τα 65 δισ. δολάρια ΗΠΑ) και της αύξησης των αγορών ξένων νομισμάτων εκ μέρους των πολιτών.
Τα ανωτέρω άρχισαν να επιβαρύνουν την πολιτική εικόνα του προέδρου της χώρας και να συντηρούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Άλλωστε, η τελευταία είχε αποτυπωθεί με ξεκάθαρο τρόπο στο αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών την άνοιξη του 2019, όπου το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του προέδρου της Τουρκίας υπέστη σημαντικές απώλειες, συμπεριλαμβανομένων των δύο μεγαλύτερων δήμων της χώρας, ήτοι της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας.
Παρά το δυσμενές κλίμα για την τουρκική λίρα στην αγορά συναλλάγματος, η Κεντρική Τράπεζα απέφυγε να αυξήσει το βασικό της επιτόκιο από το 10,25% στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου, εκπλήσσοντας τους περισσότερους οικονομολόγους που ανέμεναν την αύξησή του, καθώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, μερικώς, την υποτίμηση της λίρας και την άνοδο του πληθωρισμού, ο οποίος παραδόξως εμφανίζεται να έχει βαλτώσει από τον περασμένο Ιούλιο περί το 12%.
Με δεδομένες τις τάσεις υποτίμησης της λίρας και τις εντονότερες πιέσεις στην CBRT για επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων, προκειμένου να αναχαιτιστεί η πτωτική της πορεία, ο πρόεδρος της Τουρκίας αιφνιδίασε τις αγορές, στις 7 Νοεμβρίου, απομακρύνοντας τόσο το διοικητή της CBRT, όσο και το γαμπρό του από τη θέση του υπουργού οικονομικών.
Η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής της CBRT, στις 19 Νοεμβρίου, υπό την καθοδήγηση του νέου διοικητή της, αύξησε το βασικό επιτόκιο κατά 475 μονάδες βάσης στο 15%, ενώ δεσμεύτηκε να μειώσει το διψήφιο πληθωρισμό και να βοηθήσει στην αύξηση των συναλλαγματικών διαθεσίμων, ικανοποιώντας ταυτόχρονα τις υψηλές προσδοκίες των συμμετεχόντων στις αγορές για μια νέα οικονομική προσέγγιση εκ μέρους της CBRT. Η κίνηση αύξησης των επιτοκίων αποτελεί το πρώτο σημαντικό βήμα για την αποκατάσταση της κατεστραμμένης αξιοπιστίας της CBRT, ενώ η δέσμευση για απλοποίηση της εφαρμοζόμενης νομισματικής πολιτικής σηματοδοτεί την επιστροφή στην κανονικότητα για την CBRT.
Η λίρα έχει χάσει το 29,2% της αξίας της έναντι του δολαρίου και το 36,4% έναντι του ευρώ, από τις αρχές του 2020 (Γράφημα 6), έχοντας καταγράψει διαδοχικά ιστορικά χαμηλά επίπεδα τις τελευταίες εβδομάδες. Ωστόσο, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα διαμορφώνονται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 20 ετών, γεγονός που ώθησε τον οίκο αξιολόγησης Moody's να προειδοποιήσει, τον Σεπτέμβριο, ότι η χώρα έχει σχεδόν εξαντλήσει τα διαθέσιμα ασφαλείας που θα της επέτρεπαν να αποτρέψει μια πιθανή κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών.
Η άνοδος του βασικού επιτοκίου διακόπτει προσωρινά τη διολίσθηση της τουρκικής λίρας
Οι αδυναμίες της τουρκικής οικονομίας δεν μπορούν να ξεπεραστούν απλά και μόνο με την αντικατάσταση ορισμένων αξιωματούχων, καθώς αυτές οφείλονται σε συσσωρευμένα διαρθρωτικά προβλήματα, τα οποία επιδεινώθηκαν περαιτέρω, εξαιτίας της θεσμικής διάβρωσης που έχουν προκαλέσει οι εκτεταμένες προεδρικές εξουσίες.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας προσδοκά ότι με τις αντικαταστάσεις του διοικητή της CBRT και του υπουργού οικονομικών θα κατορθώσει να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των ξένων και των εγχώριων επενδυτών. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το ασφάλιστρο κινδύνου της Τουρκίας (CDS 5-year), αν και έχει υποχωρήσει κατά 122 μονάδες βάσης (μβ) από το επίπεδο των 514 μβ που διαμορφωνόταν στις 6 Νοεμβρίου, μετά τις αλλαγές των νέων αξιωματούχων συνεχίζει να κινείται πολύ υψηλότερα από τα αντίστοιχα παρόμοιων οικονομιών, όπως του Μεξικού (96 μβ), της Βραζιλίας (172 μβ) και της Ινδονησίας (79 μβ). Στο πεδίο των συναλλαγματικών ισοτιμιών, η λίρα έχει ανακτήσει ένα μικρό τμήμα των απωλειών της έναντι του δολαρίου, ωστόσο, βρισκόμαστε μακριά από το σημείο που θα μας επιτρέπει να αναφερόμαστε στην προοπτική μιας σταθερής ανάκαμψης της λίρας.
Οι οικονομικοί κίνδυνοι που μπορούν να επηρεάσουν την πορεία της τουρκικής λίρας
Η ανεργία αποτελεί μείζον πρόβλημα για την Τουρκία, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό της διαμορφωνόταν τον Αύγουστο στο 13,2%, ήτοι περίπου στο επίπεδο που ήταν τον Μάρτιο, όταν επισήμως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κήρυξε τη νόσο COVID-19 ως πανδημία. Η αντιπολίτευση έχει εγείρει λόγους αμφισβήτησης της αξιοπιστίας της Στατιστικής Αρχής (TUIK), καθώς ένας μεγάλος αριθμός ατόμων παραμένει εκτός εργατικού δυναμικού, παρά τον αυξανόμενο αριθμό ατόμων ηλικίας άνω των 15 ετών, ενώ ο αριθμός των οικονομικά ανενεργών ατόμων, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων που δεν αναζητούν εργασία ή των εποχιακά εργαζόμενων, παραμένει υψηλός.
Ωστόσο, η "περιορισμένη ανεξαρτησία" της κεντρικής τράπεζας μπορεί να προκαλέσει εκ νέου στο μέλλον αστάθεια στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η πιστοληπτική διαβάθμιση της Τουρκίας αξιολογείται σήμερα ως πολύ υψηλού επενδυτικού κινδύνου από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης (S&P: Β+, Moody’s: Β2, Fitch: BB-), εκ των οποίων ο οίκος Fitch αποδίδει μια ελαφρώς καλύτερη βαθμολογία, αν και αναθεώρησε τις οικονομικές προοπτικές της χώρας, τον περασμένο Αύγουστο, σε "αρνητικές" από "σταθερές", εστιάζοντας την απόφασή του στη χαμηλή αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής και στην φθίνουσα πορεία των συναλλαγματικών διαθεσίμων.
Σημειώνεται ότι τα καθαρά συναλλαγματικά διαθέσιμα της κεντρικής τράπεζας έχουν υποχωρήσει στα 16,8 δισ. δολάρια ΗΠΑ (Οκτώβριος 2020), ήτοι στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2004, έναντι 41,1 δισ. δολάρια ΗΠΑ, στο τέλος του 2019, καθώς η κεντρική τράπεζα χρησιμοποίησε τα διαθέσιμά της για να πωλήσει δολάρια, κυρίως μέσω των κρατικών τραπεζών, σε μια προσπάθεια στήριξης του εθνικού νομίσματος.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει αγγίξει τα 27,5 δισ. δολάρια ΗΠΑ, στους πρώτους εννέα μήνες του 2020, λόγω της διεύρυνσης του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο και της μείωσης των εσόδων από υπηρεσίες. Με δεδομένη την αδυναμία προσδιορισμού της χρονικής διάρκειας της πανδημίας και κατά συνέπεια των επιπτώσεών της στη ζήτηση για αγαθά και βασικές υπηρεσίες όπως ο τουρισμός, η επιδείνωση του ελλείματος στο ισοζύγιο δείχνει ότι θα είναι αναπόφευκτη.
Το δεύτερο κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού δεν θα αφήσει αλώβητη την οικονομία της Τουρκίας, ενώ ερωτηματικά γεννά ο τρόπος με τον οποίο ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα αντιμετωπίσει την Τουρκία. Οι σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να επιδεινωθούν περαιτέρω, καθώς η εκλογή Biden ενισχύει τη στάση των ΗΠΑ ενάντια στις στρατιωτικές επεμβάσεις της Τουρκίας στο εξωτερικό και της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό.
Ωστόσο, με δεδομένο το δύσκολο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον που επικρατεί στη χώρα, η δημιουργία μιας σειράς θετικών εξελίξεων (νέα πρόσωπα στο οικονομικό επιτελείο, αλλαγή νομισματικής πολιτικής, επαναπροσέγγιση των σχέσεων με ΕΕ και ΗΠΑ) ενδεχομένως να αποτελούν στην παρούσα συγκυρία μια πολιτική τακτική, προκειμένου να διαμορφωθεί η εικόνα για ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον».