Η περαιτέρω διείσδυση του ηλεκτρισμού στην οικονομία (μεταφορές, βιομηχανία, θέρμανση – ψύξη), σε συνδυασμό με την καθολική σχεδόν επικράτηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή ρεύματος και την υιοθέτηση καινοτόμων τεχνολογιών και καυσίμων είναι τα “ κλειδιά” για την επίτευξη του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας ως το 2050 που έχει θέσει συλλογικά η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο μεταξύ η χώρα μας όπως και όλες οι χώρες της ΕΕ καλούνται να αναθεωρήσουν τον σχεδιασμό τους για την ενέργεια και το κλίμα με ορίζοντα το 2030, ύστερα από την απόφαση της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, τον Δεκέμβριο του 2020 να ανεβάσει σημαντικά το στόχο της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στο 55 % σε σχέση με το 1990, έναντι 40 % που ήταν ο προηγούμενος στόχος με βάση τον οποίο καταρτίστηκαν τα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), του συνόλου των χωρών – μελών και της Ελλάδας.
Όπως επισημαίνει μάλιστα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συνιδρυτής και αναλυτής πολιτικής του Green Tank, Νίκος Μάντζαρης, η χώρα μας θα πρέπει να επισπεύσει την κατάρτιση του νέου ΕΣΕΚ όχι μόνο για να προσαρμοστεί στο νέο Κοινοτικό στόχο αλλά κυρίως για να ενσωματώσει τις τεκτονικές αλλαγές που σημειώνονται στην αγορά ενέργειας στις οποίες περιλαμβάνονται για παράδειγμα η ταχύτερη μετατροπή της νέας λιγνιτικής μονάδας της ΔΕΗ Πτολεμαΐδα 5 σε φυσικού αερίου, τα σχέδια για κατασκευή νέων μονάδων φυσικού αερίου, κ.α.
Ενθαρρυντικό στοιχείο αποτελεί πάντως η επίτευξη του στόχου που είχε θέσει η ΕΕ, για μείωση των εκπομπών κατά 20 % έως το 2020 σε σχέση με το 1990. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία μέχρι το τέλος του 2019, η ΕΕ και τα κράτη μέλη της είχαν ήδη μειώσει τις εκπομπές τους κατά περίπου 26 % από τα επίπεδα του 1990 ενώ το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά περισσότερο από 64 % μέσα στο ίδιο διάστημα. Ως αποτέλεσμα, ο μέσος όρος των κατά κεφαλήν εκπομπών σε ολόκληρη την ΕΕ και τα κράτη μέλη της έχει μειωθεί από 12 τόνους ισοδυνάμου CO2 το 1990 σε 8,3 τόνους ισοδυνάμου CO2.
Η Μακροχρόνια Στρατηγική της χώρας μας για το έτος 2050, αποτελεί έναν οδικό Χάρτη για τα θέματα του Κλίματος και της Ενέργειας, που εντάσσεται στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών υποχρεώσεων της χώρας και αποτελεί συνέχεια του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού ως το 2030.
Σύμφωνα με το κείμενο που εκπόνησε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, οι προτεραιότητες της πολιτικής για το 2050 περιλαμβάνουν τα εξής πέντε στοιχεία:
Βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης σε όλους τους τομείς, με έμφαση σε μεγάλης έκτασης ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών και κτιρίων,
Ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) σε όλους τους τομείς και ιδιαίτερα στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής παράλληλα με μηδενισμό των εκπομπών διοξειδίου άνθρακα από καύση στερεών καυσίμων στη ηλεκτροπαραγωγή,
Εξηλεκτρισμός των μεταφορών αλλά και της θερμότητας παράλληλα με τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος της ηλεκτρικής ενέργειας,
Ανάπτυξη εγχώριων καυσίμων και αερίου από βιομάζα με προηγμένες τεχνικές,
Περαιτέρω επέκταση των διασυνδέσεων για τα συστήματα ηλεκτρικής ενέργειας και αερίου και ολοκλήρωση της σύζευξης των αγορών στην ευρύτερη περιοχή.
Κεντρική επιδίωξη αποτελεί η επίτευξη του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050 με τον πιο ανταγωνιστικό τρόπο για την εθνική οικονομία. Με επίκεντρο τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης που θα πρέπει να μεγιστοποιηθεί, τη διεύρυνση και τελικά επίσης μεγιστοποίηση της χρήσης των ΑΠΕ ειδικά στην ηλεκτροπαραγωγή, την έμφαση σε τεχνολογίες και καύσιμα αποθήκευσης, σε εναλλακτικές τεχνολογίες του ενεργειακού και βιομηχανικού τομέα, καθώς και από την αλλαγή του συνολικού προτύπου κατανάλωσης στους τελικούς τομείς χρήσης θα είναι εφικτή η επίτευξη με το βέλτιστο τρόπο της ενεργειακής και κλιματικής μετάβασης που σχεδιάζεται στο πλαίσιο της ΜΣ50.
Διευκρινίζεται ότι η ουδετερότητα ως προς το κλίμα μίας ενεργειακής μορφής προϋποθέτει μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε όλα τα στάδια παραγωγής, μετατροπής, μεταφοράς και χρήσης. Η οριστική αποθήκευση αερίων θερμοκηπίου, σε υπόγειους σχηματισμούς ή σε υλικά, θεωρείται ότι διασφαλίζει ουδετερότητα ως προς το κλίμα, ενώ η αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα που δεσμεύεται από τον αέρα ή από βιομάζα θεωρείται ότι αποτελεί αρνητική εκπομπή. Οι στρατηγικές για την επίτευξη ουδετερότητας ανά τομέα περιλαμβάνουν ενδεικτικά τα εξής:
Στην περίπτωση της χημικής βιομηχανίας είναι δυνατή η χρήση τεχνικών δέσμευσης διοξειδίου άνθρακα από διεργασίες, όπως από την παραγωγή τσιμέντου, και η χρησιμοποίησή του μαζί με κλιματικά ουδέτερο υδρογόνο στην παραγωγή πρώτων υλών υδρογονανθράκων για την πετροχημεία. Έτσι το διοξείδιο του άνθρακα εγκλωβίζεται σε υλικά (πλαστικά) και δεν εκλύονται αέρια θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Αν επιπλέον η δέσμευση διοξειδίου άνθρακα γίνει από βιομάζα (π.χ. κατά την αναμόρφωση βιοαερίου σε βιομεθάνιο) ο εγκλωβισμός του σε υλικά μέσω των υδρογονανθράκων της πετροχημείας αντιστοιχεί σε αρνητικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου.
Οι εκπομπές από την καύση ορυκτών υδρογονανθράκων στον τομέα των μεταφορών είναι δύσκολο να εξαλειφθούν, κατ’ αρχήν, λόγω της τεχνικής δυσκολίας να γίνουν ηλεκτρικά όλα τα μέσα μεταφοράς, ιδίως τα βαρέα οχήματα, τα πλοία και τα αεροσκάφη. Το σενάριο για το 2050 προβλέπει σημαντική επέκταση της ηλεκτροκίνησης στις επιβατικές μεταφορές σε αυτοκίνητα και δίτροχα μέσα, καθώς και σε κάποιο βαθμό σε λεωφορεία και μικρά φορτηγά. Σε αυτούς τους τομείς η ηλεκτροκίνηση έχει σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι άλλων λύσεων.
Όμως παρά ταύτα παραμένουν σημαντικές ποσότητες διοξειδίου άνθρακα να εκλύονται στην ατμόσφαιρα. Οι λύσεις για την περαιτέρω μείωση των εκπομπών είναι τρεις: η επέκταση της ηλεκτροκίνησης σε τομείς όπου με τα σημερινά δεδομένα οι τεχνολογίες δεν είναι ώριμες, η χρήση βιοκαυσίμων και η χρήση υδρογόνου και υδρογονανθράκων που παράγονται υπό συνθήκες κλιματικής ουδετερότητας.
Σε ορισμένες θερμικές χρήσεις στη βιομηχανία και στα κτίρια το φυσικό αέριο έχει τεχνικά ή και οικονομικά πλεονεκτήματα έναντι άλλων λύσεων. Στη βιομηχανία, ορισμένες διεργασίες που βασίζονται σε φλόγα ή σε καμίνους υψηλής θερμοκρασίας αλλά και η παραγωγή ατμού είναι δύσκολο να καλυφθούν πλήρως από ηλεκτρική ενέργεια.
Επομένως, θα παραμείνουν ενεργειακές χρήσεις θερμότητας για τις οποίες θα απαιτηθεί καύσιμο. Η μεγάλης έκτασης εξοικονόμηση ενέργειας οπωσδήποτε θα μειώσει την ενεργειακή ένταση των χρήσεων αυτών, όμως χωρίς κάποιου είδους κλιματικά ουδέτερο καύσιμο δεν θα είναι δυνατή η πλήρης εξάλειψη των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Η χρήση αποκλειστικά φυσικού αερίου αντί άλλων ορυκτών καυσίμων σε συνδυασμό με μεγάλης έκτασης βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και εξηλεκτρισμό μειώνει στο ελάχιστο αλλά δεν εξαλείφει τις εκπομπές σε θερμικές χρήσεις σε βιομηχανίες και κτίρια.
Ο ηλεκτρικός τομέας οφείλει να παράγει κλιματικά ουδέτερο ηλεκτρισμό ώστε να συμβάλλει στη δραστική μείωση των εκπομπών στους τομείς των μεταφορών και θερμότητας. Αυτό επιτυγχάνεται σε σημαντικό βαθμό ήδη από το έτος 2030 στο πλαίσιο του ΕΣΕΚ 2030 μέσω των πολιτικών εγκατάλειψης της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη και την ανάπτυξη των ΑΠΕ.
Η ηλεκτροπαραγωγή οφείλει να πλησιάσει την κλιματική ουδετερότητα νωρίτερα από το 2050 ώστε να μειωθούν οι εκπομπές στις μεταφορές και στη θερμότητα μέσω του εξηλεκτρισμού και της χρήσης ηλεκτρικών οχημάτων και αντλιών θερμότητας. Το 2040 οι εκπομπές στον τομέα αυτόν φθάνουν στο 98% από το 2005 στα σενάρια του 1.5oC και το 93% περίπου στα σενάρια των 2oC. Το 2050 ο κλάδος πετυχαίνει αρνητικές εκπομπές στα σενάρια του 1.5oC για να αντισταθμίσει τις ανελαστικές εκπομπές από άλλους τομείς.
Η ανάπτυξη των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή έχει ως συνέπεια τη θεαματική αύξηση των δεικτών ΑΠΕ και στους άλλους τομείς, δηλαδή στη θέρμανση – ψύξη και στις μεταφορές, ιδίως στα σενάρια που προβλέπουν μεγάλη αύξηση του εξηλεκτρισμού στις σχετικές χρήσεις.