Στο 2,5% – το υψηλότερο ποσοστό από το 2011 – έφθασε ο πληθωρισμός στη Γερμανία τον Μάιο, κυρίως λόγω των τιμών των καυσίμων και του πετρελαίου θέρμανσης, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 27,5% και 35,4% αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, το αυξημένο κόστος των ενεργειακών προϊόντων, όπως το πετρέλαιο, ώθησε τον γερμανικό πληθωρισμό στο υψηλότερο επίπεδό του για τα τελευταία δέκα χρόνια. Οι τιμές στα αγαθά και τις υπηρεσίες αυξήθηκαν κατά μέσο όρο σε ποσοστό 2,5% σε σύγκριση με τον Μάιο του 2020, με τον πληθωρισμό να καταγράφει άνοδο για πέμπτο διαδοχικό μήνα. Η τελευταία φορά που βρισκόταν σε τέτοιο επίπεδο ήταν τον Σεπτέμβριο του 2011.
Όπως επισημαίνει η εφημερίδα «Die Welt», οι περσινές χαμηλές τιμές του πετρελαίου οφείλονταν στην κρίση του κορονοϊού. «Τώρα η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται και πάλι δυναμικά», επισημαίνει η εφημερίδα. Επιπλέον, τα ορυκτά καύσιμα έχουν επιβαρυνθεί από την αρχή του έτους με 25 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα, στοιχείο το οποίο τα καθιστά ακριβότερα.
Τα είδη διατροφής κόστισαν τον Μάιο κατά 1,5% περισσότερο από ότι την αντίστοιχη περίοδο του 2020, οι υπηρεσίες κατά 2,2% και τα ενοίκια κατά 1,4% περισσότερο.
Σύμφωνα μάλιστα με τους ειδικούς που επικαλείται η Welt, οι τιμές θα αυξηθούν περαιτέρω κατά το β΄εξάμηνο του έτους.
«Σε μερικούς μήνες, ο ετήσιος ρυθμός του πληθωρισμού θα μπορούσε να σκαρφαλώσει ακόμη και στο 4%», αναφέρεται σε σχετική έκθεση των εμπειρογνωμόνων της Deutsche Bank. Βασικός λόγος θα είναι η αντιστροφή της πτώσης των τιμών που σημειώθηκε στο β' εξάμηνο του 2020, λόγω του προσωρινά μειωμένου ΦΠΑ που εφαρμόστηκε κατά την πανδημία.
Σε ό,τι αφορά περισσότερο μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις, η γερμανική εφημερίδα επισημαίνει ότι οι περισσότεροι οικονομολόγοι αναμένουν μείωση της πίεσης των τιμών και πάλι από το επόμενο έτος. Σύμφωνα μάλιστα με την έκθεση του υπουργείου Οικονομίας, «με βάση τα σημερινά δεδομένα, δεν αναμένεται συνεχής αύξηση του πληθωρισμού».