Κι όμως, η Ελλάδα μπορεί και ανταγωνίζεται ισάξια ως προς την τουριστική δαπάνη των Ευρωπαίων, οι οποίοι μπορεί να ξοδεύουν σε πολλές περιπτώσεις περίπου τα ίδια ή ακόμη και περισσότερα σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες αγορές της Μεσογείου, όπως είναι η παγκόσμια τουριστική δύναμη Ισπανία.
Τα στοιχεία από την τελευταία μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) για την εξέλιξη της Μέσης κατά Κεφαλήν Δαπάνης (ΜΚΔ) των τουριστών στη χώρα μας την τελευταία εξαετία δίνουν την πλήρη εικόνα και αναδεικνύουν επιπλέον μία σημαντική ιδιαιτερότητα της Ελλάδας έναντι των ανταγωνιστών της.
Ότι δηλαδή, στην Ελλάδα περίπου το 1/3 του εισερχόμενου τουρισμού για το 2019 και σχεδόν το 1/4 του 2022 και του 2023 είναι οδικές αφίξεις, κυρίως από τις όμορες βαλκανικές αγορές.
Οι αγορές αυτές έχουν χαμηλότερη ΜΚΔ από τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές έλκοντας την συνολική ΜΚΔ σε χαμηλότερα επίπεδα. Αντίθετα, η Ισπανία έχει σημαντικά μεγαλύτερη διείσδυση στις μακρινές αγορές της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας που έχουν υψηλή ΜΚΔ.
Από τα εξεταζόμενα στοιχεία της μελέτης με τίτλο «Η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα και την Ισπανία 2018 -2023» προκύπτει μάλιστα ότι η χώρα μας, κατάφερε, ειδικά στην περίοδο της πανδημίας να καλύψει τη διαφορά στα συγκρίσιμα μεγέθη ξεπερνώντας τις επιδόσεις της ισπανικής τουριστικής αγοράς, πιθανόν λόγω της κατάρρευσης της ζήτησης για διακοπές στην Ισπανία από τις long haul αγορές της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας, αλλά και λόγω του πολύ επιτυχημένου ανοίγματος του τουρισμού στην Ελλάδα κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19 που προσέλκυσε τουρίστες υψηλής δαπάνης.
Ωστόσο, επιστρέφοντας στην κανονικότητα, η διαφορά επανήλθε στα προ COVID-19 επίπεδα υπέρ της Ισπανίας.
Άμεση σύγκριση ΜΚΔ Ελλάδας και Ισπανίας: Διαφορές στη μεθοδολογία
Αναλυτικότερα, ένα βασικό συμπέρασμα από τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ είναι ότι δεν μπορεί να γίνει άμεση κι ευθεία σύγκριση των δημοσιευμένων στοιχείων για τη ΜΚΔ στις δύο χώρες -ενδεικτικά για το 2023 στα 1.277 ευρώ για την Ισπανία και 603 ευρώ για την Ελλάδα- γιατί αυτές υπολογίζονται με διαφορετική μεθοδολογία.
Οι κύριες διαφοροποιήσεις είναι ότι στην Ελλάδα μετριέται μόνο το μέρος της δαπάνης που παραμένει στην χώρα, μη περιλαμβανομένου του κόστους του αεροπορικού ή ακτοπλοϊκού εισιτηρίου, ακόμα και αν η αεροπορική ή ακτοπλοϊκή εταιρεία είναι ελληνική. Επίσης, στα στοιχεία της Ελλάδας περιλαμβάνονται οι επισκέπτες χωρίς διανυκτέρευση και οι εργαζόμενοι που μπορεί να περνούν τα σύνορα καθημερινά.
Αντίθετα, στην Ισπανία μετριέται το σύνολο της δαπάνης των τουριστών, ανεξάρτητα αν εισπράχθηκε από την χώρα ή τρίτους εκτός αυτής (πχ αεροπορικό εισιτήριο, προμήθεια ενδιάμεσων κλπ.) και η μέτρηση αφορά μόνο σε τουρίστες με τουλάχιστον μια διανυκτέρευση.
Όμως, προσαρμόζοντας τα δύο μεγέθη ώστε να αποτυπώνεται μόνο η δαπάνη που έγινε στην κάθε χώρα (εξαιρουμένου του κόστους μετάβασης) και μόνο για τουρίστες με τουλάχιστον μία διανυκτέρευση, η μέση δαπάνη στην Ελλάδα τελικά είναι μικρότερη το 2018 και το 2019 κατά 54 ευρώ και 9 ευρώ αντίστοιχα, στην συνέχεια τα έτη 2020 και 2021 είναι μεγαλύτερη κατά 41 ευρώ και 72 ευρώ και το 2022 και το 2023 είναι ξανά μικρότερη κατά 39 ευρώ και 47 ευρώ.
Ουσιαστικά, με την ομαλοποίηση της κατάστασης στην ταξιδιωτική βιομηχανία το 2022 και ιδιαίτερα το 2023, η διαφορά της Προσαρμοσμένης ΜΚΔ επανήλθε στα προ πανδημίας επίπεδα υπέρ της Ισπανίας.
H ΜΚΔ στην Ελλάδα την τελευταία 10ετία
Το ΙΝΣΕΤΕ πραγματοποίησε επίσης, μελέτη και για την εξέλιξη της ΜΚΔ στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία, την περίοδο από 2014- 2023 ( «Η Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα 2014- 2023»). Με βάση τα στοιχεία της μελέτης, το 2014 η ΜΚΔ ήταν στα 590 ευρώ έχοντας παρουσιάσει αύξηση κατά 13 ευρώ ή 2,2% έως τα 603 ευρώ του 2023.
Η μικρή αυτή αύξηση οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση της Μέσης Διάρκειας Παραμονής κατά -17% ή -1,4 διανυκτερεύσεις, ενώ αντίθετα, η Μέση Δαπάνη ανά Διανυκτέρευση (ΜΔΔ) για την ίδια περίοδο σημείωσε αύξηση κατά 16,3 ευρώ ή 23,1%.
Η αύξηση διαχρονικά, ιδιαίτερα από το 2021 και έπειτα που ομαλοποιήθηκε σταδιακά η κατάσταση στην ταξιδιωτική βιομηχανία οφείλεται σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ:
• στις πληθωριστικές πιέσεις, που οδήγησαν το τουριστικό πακέτο σε υψηλότερα επίπεδα τιμών σε σύγκριση με την περίοδο προ πανδημίας,
• στην αύξηση του μεριδίου για ταξίδια με σκοπό τις διακοπές παραθερισμού που έχουν υψηλότερη δαπάνη λόγω μεγαλύτερης διάρκειας παραμονής,
• στην αύξηση των ροών από τις παραδοσιακές αγορές μας (Γερμανία, Ην. Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία) -από 35,3% το 2014 σε 43,2% το 2023- που έχουν υψηλότερη ταξιδιωτική δαπάνη έως και 4 φορές σε σύγκριση με τις βαλκανικές αγορές (Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, Αλβανία, Ρουμανία), και
• στη μείωση των ροών από τις όμορες βαλκανικές αγορές και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, από 26,8% το 2014 σε 22% το 2023, που έχουν παραδοσιακά χαμηλή Διάρκεια Παραμονής και κατ΄επέκταση χαμηλή Μέση κατά Κεφαλήν Δαπάνη.