Η Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force – FATF) έβαλε, τελικά, την Τουρκία στην «γκρίζα λίστα» των κρατών που έχουν αποτύχει να καταπολεμήσουν φαινόμενα ξεπλύματος μαύρου χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κάτι το οποίο αποτελεί νέο πλήγμα στην ήδη ευάλωτη τουρκική οικονομία. Οργισμένη η αντίδραση της Άγκυρας, που έκανε λόγο για άδικη απόφαση, στρέφοντας, δε, τα βέλη της και κατά της Ευρώπης.
Θυμίζουμε πως η FATF, που ιδρύθηκε το 1989 με πρωτοβουλία της Ομάδας του «G7», δημιουργήθηκε ακριβώς με στόχο την υιοθέτηση πρακτικών και προτύπων για την καταπολέμηση του μαύρου χρήματος και της διακίνησης τρομοκρατικών κονδυλίων, με στόχο την προστασία της κοινωνίας και της ακεραιότητας του διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος.
Αρνητικό σήμα στους ξένους θεσμικούς
H υποβάθμιση μιας χώρας από τη FATF μεταφράζεται σε αυξημένη εποπτεία και στέλνει αρνητικό σήμα για την ακεραιότητα και την αξιοπιστία μιας αγοράς στα μάτια των ξένων επενδυτών. Εξ ου και η εύλογη ανησυχία για το νέο πλήγμα στη ροή άμεσων ξένων επενδύσεων προς την Τουρκία, σε ένα διάστημα κατά το οποίο ήδη έχουν υποχωρήσει στο χαμηλότερο σημείο τους εδώ και 20 χρόνια, αλλά και για την πορεία της τουρκικής λίρας, η οποία μόλις χθες είχε δεχτεί… άγριο σφυροκόπημα από την οικονομικά ανορθόδοξη απόφαση της κεντρικής τράπεζας να μειώσει σημαντικά τα επιτόκια, παρά την εκτίναξη του πληθωρισμού πάνω από το 19%!
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η τοποθέτηση μιας χώρας στην «γκρίζα λίστα» του FATF συνήθως οδηγεί σε περιορισμό της εισροής κεφαλαίων έως και κατά 7,6% επί του ΑΕΠ και ζημιά στην οικονομία που μπορεί να φτάσει έως και στο 3% του ΑΕΠ. Ένα τέτοιο ποσοστό για την τουρκική οικονομία μεταφράζεται σε απώλειες ύψους 23 δισ. δολαρίων.
«Σοβαρά προβλήματα εποπτείας»
«Η Τουρκία πρέπει να δείξει ότι αντιμετωπίζει αποτελεσματικά περίπλοκες υποθέσεις ξεπλύματος χρήματος και να πείσει ότι ασκεί διώξεις για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, δίδοντας… έμφαση σε περιπτώσεις τρομοκρατικών οργανώσεων όπως ο ISIS και η Αλ Κάιντα», υποστήριξε ο Γερμανός πρόεδρος της FATF, Μάρκους Πλέιερ, κατά την ανακοίνωση της απόφασης.
Επεσήμανε, δε, πως η χώρα θα πρέπει να αντιμετωπίσει «τα πολύ σοβαρά προβλήματα εποπτείας» που έχουν διαπιστωθεί στον τραπεζικό και τον κτηματομεσιτικό τομέα, αλλά και στον κλάδο της εμπορίας χρυσού και πολύτιμων λίθων.
Συγκεκριμένα, ο FATF έδωσε, μεταξύ άλλων, εντολή στην Τουρκία, εφόσον επιθυμεί να βγει και πάλι εκτός «γκρίζας λίστας»: Να ενισχύσει την επόπτευση σε τομείς υψηλού ρίσκου για να εμποδίσει φαινόμενα ξεπλύματος και συνάμα να επιβάλει κυρώσεις στους παραβάτες, να ενισχύσει τη χρήση χρηματοπιστωτικών μέσων παρακολούθησης για να υποστηρίξει την έρευνα και τη συλλογή πληροφοριών για περιπτώσεις ξεπλύματος, να κυνηγήσει και να προσάγει στη Δικαιοσύνη σοβαρές περιπτώσεις παραβιάσεων, να ερευνήσει πιο διεξοδικά περισσότερες υποθέσεις χρηματοδότησης τρομοκρατικών ομάδων, λαμβάνοντας υπόψη τα ψηφίσματα και τις οδηγίες του ΟΗΕ για θέματα πάταξης της τρομοκρατίας, και να αναλάβει δράσει εναντίον οργανώσεων τις οποίες έχει χαρακτηρίσει τρομοκρατικές ο ΟΗΕ.
Ο κ. Πλέιερ εξήγησε πως η FATF γνωρίζει τις ενστάσεις που υπάρχουν για τη μεταχείριση της Τουρκίας προς τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, επισημαίνοντας πως θα πρέπει «να εφαρμόσει μια αληθινή προσέγγιση βάσει κινδύνου για τις ΜΚΟ και να διασφαλίσει ότι οι Aρχές δεν διαταράσσουν ή αποθαρρύνουν τη νόμιμη δραστηριότητα».
Το τελευταίο έχει να κάνει με τη διαμάχη που έχει προκύψει με αφορμή τηn τουρκική νομοθεσία, που επικυρώθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, με στόχο «την πρόληψη της χρηματοδότησης της διάδοσης όπλων μαζικής καταστροφής».
Η Άγκυρα ισχυρίζεται πως ο συγκεκριμένος νόμος δρομολογήθηκε για να καταπολεμήσει φαινόμενα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καλύπτοντας, έτσι, και το προειδοποιητικό μήνυμα που είχε ήδη από τότε αποστείλει η FATF (σε έκθεσή της από το 2019), εντοπίζοντας τα κενά στις διαδικασίες αποτροπής φαινομένων ξεπλύματος μαύρου χρήματος και χρήματος τρομοκρατικών ομάδων.
Όμως, η αντιπολίτευση, μη κυβερνητικές οργανώσεις και ακτιβιστές είχαν καταγγείλει τον νόμο ως μία ακόμη προσπάθεια φίμωσης και παρεμπόδισης της λειτουργίας τους από το ερντογανικό καθεστώς.
Το γεγονός πως η FATF έβαλε, τελικά, σε γκρίζα λίστα την Τουρκία σημαίνει πως προφανώς αξιολόγησε τον εν λόγω νόμο ως ανεπαρκή, ενώ η τοποθέτηση του Πλέιερ ερμηνεύτηκε ως έμμεση δικαίωση των θέσεων των ακτιβιστών.
Οργισμένη αντίδραση της Άγκυρας
Παρά το γεγονός ότι η απόφαση της Ομάδας να υποβαθμίσει την Τουρκία -που είναι μέλος της FATF από το 1991- είχε ήδη διαφανεί και δεν «έπιασε» στον… ύπνο την Άγκυρα, η αντίδραση του τουρκικού Τύπου και των Αρχών ήταν προφανώς οργισμένη. Το υπουργείο Οικονομικών σε ανακοίνωσή του έκανε λόγο για άδικη και αδικαιολόγητη απόφαση, δεδομένου ότι η χώρα έχει πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ακολουθεί τα διεθνή στάνταρ, όπως με τη δρομολόγηση του νόμου του περασμένου Δεκεμβρίου - αν και το υπουργείο υποστήριξε πως θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τη FATF για να βγει από την «γκρίζα λίστα» το ταχύτερο δυνατόν.
Πιο… εκδηλωτικός, ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού, σχολιάζοντας την απόφαση, έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει πως είναι η Ευρώπη που χρηματοδοτεί την τρομοκρατία, με την Τουρκία να πληρώνει, τελικά, το τίμημα.
«Είμαστε μια χώρα όπου η τρομοκρατία έχει προκαλέσει το μεγαλύτερο κόστος. Αυτή που χρηματοδοτεί και ενδυναμώνει την τρομοκρατία είναι η Ευρώπη», τόνισε. Σημειωτέον ότι η FATF δεν είναι ευρωπαϊκό, αλλά διεθνές όργανο και στα μέλη του ανήκουν επίσης οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία, ο Καναδάς κ.ά.
Μαζί με τη Συρία και το Νότιο Σουδάν
Με την ολοκλήρωση της τριήμερης συνεδρίασης της Ολομέλειας, στην έδρα του, στο Παρίσι, το διακυβερνητικό όργανο υποβάθμισε δύο χώρες στην «γκρίζα λίστα», την Τουρκία και το Πακιστάν - ανεβάζοντας έτσι τη λίστα των υπό εποπτεία χωρών διεθνώς σε 23.
Ανάμεσά τους βρίσκονται επίσης η Συρία, η Υεμένη, το Νότιο Σουδάν, η Ουγκάντα, η Ζιμπάμπουε, τα Νησιά Κέιμαν και ο Παναμάς. Αντιθέτως, έβγαλε εκτός «γκρίζας λίστας», την Μποτσουάνα και τον Μαυρίκιο.
Πηγή: ΟΤ