Ελάχιστο τεκμαρτό φορολογητέο κέρδος έως και 50.000 ευρώ θα μπορεί να προσδιορίζει η εφορία για 740.000 ελεύθερους επαγγελματίες, από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που θα ξεκινήσουν να υποβάλλονται την ερχόμενη άνοιξη για τα φετινά εισοδήματα.
Το φορολογικό νομοσχέδιο το οποίο αναρτήθηκε σήμερα σε δημόσια διαβούλευση αποκαλύπτει, σύμφωνα με δημοσίευμα του Euro2day, ένα πλέγμα παραμέτρων με βασικούς «οδηγούς» τον ετήσιο κατώτατο μισθό των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, τις μικτές αποδοχές του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου του υπόχρεου αλλά και το 10% των δαπανών μισθοδοσίας του προσωπικού που απασχολεί, σε συνάρτηση με τον μέσο τζίρο του Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας στον οποίο ο ελεύθερος επαγγελματίας πραγματοποιεί τα μεγαλύτερα έσοδα.
Η έκδοση των νέων εκκαθαριστικών των ελεύθερων επαγγελματιών συνιστά πρόκληση για τη Φορολογική Διοίκηση, ιδίως αν συνυπολογιστούν μια σειρά εκπτώσεων και εξαιρέσεων που συναρτώνται με τον χρόνο άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας, το ύψος των μέσων εσόδων ανά ΚΑΔ και τους υπόχρεους που εντάσσονται στον συγκεκριμένο ΚΑΔ.
Από τις διατάξεις του νομοσχεδίου άλλωστε προκύπτει πως ακόμα και όσοι εξαιρούνται του τεκμαρτού προσδιορισμού του εισοδήματός τους, όπως φυλακισμένοι, νοσηλευόμενοι ή πληγέντες από φυσικές καταστροφές, δεν θα εξαιρούνται εξαρχής αλλά θα μπορούν να αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα του τεκμαρτού προσδιορισμού εκ των υστέρων.
Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο ορίζει ότι το ελάχιστο ετήσιο κέρδος μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο, όταν αυτό είναι μεγαλύτερο από τα πραγματικά δηλωθέντα κέρδη αυτού, εφόσον αποδεικνύεται από τον υπόχρεο με βάση πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία. Τέτοια περιστατικά συντρέχουν ιδίως στο πρόσωπο των υπόχρεων, οι οποίοι:
α) υπηρετούν τη στρατιωτική θητεία τους στις Ένοπλες Δυνάμεις,
β) είναι φυλακισμένοι,
γ) νοσηλεύονται σε νοσοκομείο ή κλινική,
δ) βρίσκονται σε αδυναμία άσκησης δραστηριότητας λόγω εγκυμοσύνης ή λοχείας με βάση την εργατική νομοθεσία,
ε) έχουν αποδεδειγμένα πληγεί από εκτεταμένες φυσικές καταστροφές που κατέστησαν αδύνατη, συνολικά ή μερικά, την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής τους δραστηριότητας,
στ) τελούν υπό ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ατομικής τους επιχείρησης ή της άδειας άσκησης επαγγέλματός τους,
ζ) τελούν υπό απαγόρευση λειτουργίας του καταστήματος ή άλλου χώρου άσκησης της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής τους δραστηριότητας σε εφαρμογή απόφασης δημόσιας αρχής για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας ή άλλου λόγου που υπαγορεύει το δημόσιο συμφέρον,
η) προσκομίζουν στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι για λόγους ανωτέρας βίας δεν ασκούσαν επιχειρηματική δραστηριότητα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Ο φορολογούμενος προσκομίζει τα αναγκαία δικαιολογητικά για την απόδειξη των ισχυρισμών του. Δεν συνιστούν και δεν αποδεικνύουν τέτοιους λόγους μόνες οι εγγραφές στα τηρούμενα βιβλία, αρχεία και στοιχεία του φορολογουμένου. Η Φορολογική Διοίκηση ελέγχει την αλήθεια των ισχυρισμών και την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων του φορολογουμένου και μειώνει ανάλογα το ελάχιστο ετήσιο κέρδος, στο οποίο αναφέρονται οι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά στοιχεία.
Μισή προκαταβολή και τέλος επιτηδεύματος
Κατά το πρώτο έτος εφαρμογής των νέων διατάξεων, εφόσον οι ελεύθεροι επαγγελματίες πιαστούν στην «τσιμπίδα» του τεκμαρτού προσδιορισμού του εισοδήματος, θα κληθούν να πληρώσουν μικρότερη προκαταβολή φόρου σε σχέση με το ποσό που θα προκύπτει για το τεκμαρτό ποσό. Το νομοσχέδιο ορίζει ότι το ποσό προκαταβολής φόρου επί του ποσού κατά το οποίο το τεκμαρτώς προσδιορισθέν κέρδος υπερβαίνει το δηλωθέν, μειώνεται για το έτος 2024 κατά το ήμισυ.
Όσον αφορά στο τέλος επιτηδεύματος, προβλέπονται μειώσεις κατά 50% για όσους ελεύθερους επαγγελματίες φορολογούνται για εισοδήματα που υπερβαίνουν κατά δήλωσή τους τα τεκμαρτά και κατά 25% για τους υπόλοιπους στους οποίους μέχρι τώρα το τέλος επιτηδεύματος ήταν 650 ευρώ.
Έτσι οι επιτηδευματίες και οι ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, εφόσον τηρούν βιβλία Β’ ή Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., υποχρεούνται σε καταβολή ετήσιου τέλους επιτηδεύματος, το οποίο ορίζεται ως εξής:
α) Για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε οκτακόσια (800) ευρώ ετησίως.
β) Για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε χίλια (1.000) ευρώ ετησίως.
γ) Για τους επιτηδευματίες και ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα σε 325 ευρώ, εφόσον δηλώνουν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος που υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στο τεκμαιρόμενο ελάχιστο ετήσιο κέρδος και σε 487,5 ευρώ, όταν τους πιάνουν τα τεκμήρια.
δ) Για κάθε υποκατάστημα σε εξακόσια (600) ευρώ ετησίως.
Από το οικονομικό έτος 2013 και εφεξής, εξαιρούνται από την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος τα πρόσωπα που ασκούν ατομική εμπορική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα και παρουσιάζουν αναπηρία ίση ή μεγαλύτερη του ογδόντα τοις εκατό (80%).
Πώς βγαίνει ο λογαριασμός
Ως ελάχιστο ετήσιο κέρδος από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας τεκμαίρεται ποσό μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000 €) που προκύπτει από το άθροισμα των παρακάτω:
α) ποσού μέχρι τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (30.000 €) που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο εκ των εξής:
αα) του ετήσιου ποσού του μικτού κατώτατου μισθού των άρθρων 134 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου (π.δ. 80/2022, Α’ 222) και 103 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει κατά την τελευταία ημέρα του αντίστοιχου φορολογικού έτους, προσαυξανόμενου κατά δέκα τοις εκατό (10 %) για τα τρία (3) έτη που έπονται της δεύτερης τριετίας από τη δήλωση έναρξης επαγγελματικής δραστηριότητας, επιπλέον δέκα τοις εκατό (10%), επί του ποσού της τρίτης τριετίας για τα τρία (3) έτη που έπονται της δεύτερης τριετίας και επιπλέον δέκα τοις εκατό (10%), επί του ποσού της τέταρτης τριετίας για τα επόμενα έτη ή
αβ) του ποσού που αντιστοιχεί στις μικτές αποδοχές του υψηλότερα αμειβόμενου υπαλλήλου που απασχολείται από τον υπόχρεο της παρ. 1, αναγόμενες σε ετήσια αμοιβή για πλήρη απασχόληση, πλέον
β) ποσού, έως δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (15.000 €), που ισούται με το δέκα τοις εκατό (10%) του ετήσιου κόστους που καταβάλλει ο υπόχρεος της παρ. 1 για τη μισθοδοσία του προσωπικού που απασχολεί, πλέον
γ) ποσοστού του ποσού της περ. α), το οποίο ανέρχεται σε:
γα) τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) του ποσού της περ. α) για υπόχρεους της παρ. 1, των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών υπερβαίνει τον μέσο όρο του ετήσιου κύκλου εργασιών του αντίστοιχου Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας (Κ.Α.Δ.) της περ. ιστ) της παρ. 1 του άρθρου 16 και της παρ. 4 του άρθρου 57 του ν. 4919/2022 (Α’ 71), στον οποίο πραγματοποιεί τα υψηλότερα έσοδα,
γβ) εβδομήντα τοις εκατό (70%) του ποσού της περ. α) για υπόχρεους της παρ. 1, των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών υπερβαίνει το εκατόν πενήντα τοις εκατό (150%) του μέσου όρου του ετήσιου κύκλου εργασιών του Κ.Α.Δ., στον οποίο πραγματοποιεί τα υψηλότερα έσοδα,
γγ) εκατό τοις εκατό (100%) του ποσού της περ. α) για υπόχρεους της παρ. 1, των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών υπερβαίνει το διπλάσιο του μέσου όρου του ετήσιου κύκλου εργασιών του Κ.Α.Δ., στον οποίο πραγματοποιεί τα υψηλότερα έσοδα.
Η προσαύξηση της περ. γ) δεν υπολογίζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν ο μέσος όρος του ετήσιου κύκλου εργασιών του αντίστοιχου Κ.Α.Δ. δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ ή
β) όταν το πλήθος των επιτηδευματιών που υπάγονται στον συγκεκριμένο Κ.Α.Δ. δεν υπερβαίνει τους τριάντα (30).
Για την εφαρμογή της περ. γ) λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του ετήσιου κύκλου εργασιών του αντίστοιχου ΚΑΔ σε δεύτερο βαθμό του προηγούμενου φορολογικού έτους, που αφορά στους υπόχρεους της παρ. 1, όπως αυτός αναρτάται στον ιστότοπο της Α.Α.Δ.Ε. εντός διμήνου από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του άρθρου 67 εκάστου έτους. Για τον προσδιορισμό του μέσου όρου του προηγούμενου εδαφίου δεν λαμβάνονται υπόψη οι επιτηδευματίες με μηδενικό κύκλο εργασιών.
Ποια εισοδήματα μειώνουν το τεκμήριο
Για όσους παράλληλα με την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, έχουν και μισθωτή απασχόληση ή αποκτούν εισοδήματα από συντάξεις ή αγροτική δραστηριότητα, στον υπολογισμό του τεκμαρτού κέρδους συνυπολογίζονται και αυτά τα εισοδήματα.
Εκπτώσεις προβλέπονται και σε συνάρτηση με τον χρόνο επαγγελματικής δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, τα τεκμήρια δεν εφαρμόζονται για τα τρία πρώτα έτη από την πρώτη έναρξη της άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας, το τεκμαρτό εισόδημα μειώνεται κατά 2/3 το τέταρτο έτος και κατά 1/3 το πέμπτο.
Τα ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα δεν αφορά άτομα που παρουσιάζουν αναπηρία μεγαλύτερη ή ίση με 80%, ενώ περιορίζεται στο μισό για όσους έχουν την κύρια κατοικία και ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα σε χωριά με λιγότερους από 500 κατοίκους και νησιά με πληθυσμό μικρότερο των 3.100 κατοίκων.
ΙΚΕ
Προβλέψεις υπάρχουν και για όσους διέκοψαν την ατομική επιχειρηματική δραστηριότητά τους και έχουν συστήσει μονοπρόσωπη εταιρεία. Θα έρχονται αντιμέτωποι με τεκμαρτό υπολογισμό του φορολογητέου κέρδους μετά τη διενέργεια ελέγχου.