ΟΟΣΑ: Ευνοϊκή η μακροχρόνια τάση του ελληνικού χρέους, παρά την πανδημία

Η τάση του ελληνικού χρέους έως το 2060 είναι ευνοϊκή, παρά την αύξησή του στη διάρκεια της πανδημίας, σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της μελέτης, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα του ΟΟΣΑ η οποία δεν χρειάζεται να λάβει δημοσιονομικά μέτρα για να αποτρέψει μία αύξηση του χρέους της.

Το αποτέλεσμα αυτό, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οφείλεται εν μέρει στη μείωση της δημόσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης μετά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις και εν μέρει στο σχετικά υψηλό αρχικό διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας.

Η δημοσιονομική πίεση λόγω των υψηλότερων δαπανών που θα κάνει η Ελλάδα στο μέλλον για τόκους του δημόσιου χρέους καθώς και λόγω των υψηλότερων δαπανών για υγειονομική περίθαλψη αντισταθμίζεται από τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και άλλων παραγόντων οι οποίοι επηρεάζουν τη δυναμική του δημόσιου χρέους.

«Με εξαίρεση την Ελλάδα, όπου μια μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή έχει ήδη πραγματοποιηθεί μετά τη Μεγάλη Ύφεση, όλες οι χώρες του ΟΟΣΑ θα έπρεπε να αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα στο σενάριο αυτό για να αποτρέψουν μία αύξηση του δημόσιου χρέους διαχρονικά. Η διάμεση χώρα θα έπρεπε να αυξήσει τα διαρθρωτικά πρωτογενή έσοδά της κατά σχεδόν 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2021 έως το 2060, αλλά η προσπάθεια θα έπρεπε να υπερβαίνει τις 10 ποσοστιαίες μονάδες σε 11 χώρες», αναφέρει η έκθεση.

Η μελέτη του ΟΟΣΑ εκτιμά τις μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές πιέσεις από τη μεγάλη αύξηση του χρέους στις χώρες-μέλη του στη διάρκεια της πανδημίας, συνεκτιμώντας και άλλους παράγοντες, όπως τη γήρανση του πληθυσμού και την αύξηση των σχετικών τιμών των υπηρεσιών. Τονίζει, ωστόσο, ότι σκοπός της δεν είναι οι ακριβείς προβλέψεις, αλλά μάλλον τάξεις μεγέθους για να φανούν οι μελλοντικές προκλήσεις.

Το βασικό σενάριο του ΟΟΣΑ βασίζεται στην υπόθεση ότι οι συνθήκες χρηματοδότησης θα διατηρηθούν ευνοϊκές και στην εκτίμηση ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης των οικονομιών θα επιβραδυνθούν μετά την ανάκαμψη που ακολουθεί την ύφεση που προκάλεσε ο κορωνοϊός.

Η πρόβλεψη για την ελληνική οικονομία είναι ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξής της στη δεκαετία 2020-2030 θα διαμορφωθεί στο 1,3% και στην περίοδο 2030-2060 στο 1,2% έναντι 1,3% και 1,1%, αντίστοιχα, για την οικονομία της Ευρωζώνης. Η πρόβλεψη για επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης ισχύει συνολικά για τις χώρες του ΟΟΣΑ και ανακλά εν μέρει την επιβράδυνση της αύξησης του πληθυσμού τους, σύμφωνα με τη μελέτη.

Ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι στην περίπτωση που τα επιτόκια αυξηθούν σημαντικά σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, η δημοσιονομική πίεση από τις αυξημένες δαπάνες για τόκους θα είναι σημαντικά υψηλότερη στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες με υψηλό χρέος. «Μία μόνιμη αύξηση των παγκόσμιων επιτοκίων κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το βασικό σενάριο θα αύξανε τη δημοσιονομική πίεση έως και κατά 1 με 1,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στις χώρες του ΟΟΣΑ με τις υψηλότερες καθαρές θέσεις χρέους, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ιαπωνία», αναφέρει ο ΟΟΣΑ.

Η πίεση στις χώρες του ΟΟΣΑ

Συνολικά για τις χώρες του ΟΟΣΑ, η δημοσιονομική πίεση που αναμένεται να έχουν από την αύξηση του χρέους στη διάρκεια της πανδημίας είναι πολύ χαμηλότερη σε σχέση με αυτήν που θα έχουν από τις δαπάνες για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και από την αύξηση των σχετικών τιμών των υπηρεσιών.

Η μελέτη τονίζει ότι το δημόσιο χρέος των χωρών του ΟΟΣΑ προβλέπεται τώρα ότι θα είναι υψηλότερο κατά 20-25 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2022 σε σχέση με το επίπεδο που θα ήταν αν δεν υπήρχε η πανδημία.

Με βάση ένα σενάριο, το οποίο δεν προβλέπει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, αναμένεται ότι οι δαπάνες για υγεία και οι μακροπρόθεσμες δαπάνες περίθαλψης θα αυξηθούν κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στη διάμεση χώρα από το 2021 έως το 2060. Οι προβλέψεις αυτές βασίζονται στο βασικό σενάριο πριν από την πανδημία και συνεπώς η όποια μόνιμη αύξηση στις δαπάνες υγείας λόγω της COVID-19 θα προστεθεί στην παραπάνω δαπάνη.

Οι δημόσιες δαπάνες για συντάξεις προβλέπεται να αυξηθούν κατά 2,8 π.μ. του ΑΕΠ, αντίστοιχα, αλλά οι διαφορές μεταξύ των χωρών είναι πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με τις δαπάνες υγείας.

Άλλες πρωτογενείς δαπάνες προβλέπεται να αυξηθούν κατά 1,5 π.μ. του ΑΕΠ, χωρίς να περιλαμβάνονται σημαντικές πηγές πίεσης από δαπάνες, όπως αυτές για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.

Σε αντίθεση με τις δημοσιονομικές πιέσεις από αυτές τις μακροχρόνιες τάσεις, το πρόσθετο κόστος για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους λόγω της πανδημίας -από την αύξησή του την περίοδο 2019-2022- αυξάνει μόνο κατά περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική πίεση στη διάμεση χώρα.